Τελείωσα προσφάτως τὴν ἀνάγνωσι
τοῦ μυθιστορήματος "Ἰβανόης"
τοῦ Σὲρ Οὐῶλτερ
Σκόττ. Δὲν θὰ προβῶ σὲ λογοτεχνικὴ - αἰσθητικὴ ἀποτίμησι τοῦ κορυφαίου κατ' ἐμὲ αὐτοῦ ἔργου (ἡ ἀδυναμία μου στὰ ἱστορικὰ μυθιστορήματα μὲ χρόνο δράσεως τὸν μεσαίωνα εἶναι δεδομένη), θέλω μόνο νὰ προχωρήσω σὲ ὡρισμένες παρατηρήσεις μεταφραστικῆς φύσεως καὶ πιὸ συγκεκριμένα σὲ λάθη ποὺ ἐντόπισα στὴν μετάφρασι-μεταγραφή βιβλικῶν κυρίως ὀνομάτων. Ἐν ᾧ λοιπὸν θεωρῶ πὼς ἡ μετάφρασι εἶναι πολὺ καλή, ἐξ ὅσων συνεπέρανα ἀντιπαραβάλλοντάς την ἐντελῶς δειγματοληπτικῶς καὶ ἀποσπασματικῶς πρὸς τὸ πρωτότυπο κείμενο, κι ἐν ᾧ ὁ λόγος της ῥέει, ὡστόσο μιὰ σειρὰ λαθῶν σὲ βιβλικὰ κυρίως ὀνόματα δὲν μπορεῖ νὰ περάσῃ ἀπαρατήρητη. Χρεώνω τὰ λάθη αὐτὰ σὲ πραγματολογικὴ κυρίως ἄγνοια (ἢ ὀκνηρία) τοῦ μεταφραστῆ καὶ τοῦ ἐπιμελητῆ καὶ ὄχι σὲ γλωσσικὴ ἀνεπάρκεια.
Ἀναφέρομαι
στὴν έκδοσι τοῦ ἔργου ἀπὸ τὶς ἐκδόσεις
Καλέντη, Ἀθήνα, 2001.
Στὴν
σελίδα 67 διαβάζουμε: "Αισθάνομαι τα μαχαίρια να μου σχίζουν τη σάρκα, τα
βασανιστήρια να απειλούν το σώμα μου σαν πριόνια, και τσεκούρια και δρεπάνια πάνω από τους άντρες του Ραμπάτ, και πάνω
από τις πόλεις και τα παιδιά του Αμμών". Ἀναρωτιέται
κανεὶς γιατί τὸ Rabbah τοῦ
πρωτοτύπου μεταμορφώθηκε στὴν
μετάφρασι σὲ πρωτεύουσα τοῦ
Μαρόκου. Τὸ ὄνομα τῆς
πόλεως ἔχει μεταγραφῆ ἀπὸ τοὺς Ο' ὡς «Ῥαββὰθ» ἤδη ἀπὸ τὸν Γ'
π.Χ. αἰῶνα καὶ ἔτσι
βρίσκεται καὶ στὶς
νεοελληνικὲς μεταφράσεις τῆς Π.Δ.
Καὶ φυσικὰ εἶναι
γένους θηλυκοῦ.
Στὴν σελίδα 109 διαβάζουμε: "και ο Σιχών,
ο βασιλιάς των Αμοριτών". Ἐντάξει,
τὸ «Αμοριτών» δὲν τὸ λὲς καὶ λάθος, παρ' ὅλο ποὺ τὸ ὄνομα
τοῦ λαοῦ στὴν ΠΔ ἀπαντᾷ ὡς «Ἀμορραῖοι», ἀλλὰ τὸ Σιχὼν εἶναι
λάθος μεταγραφὴ τοῦ ἀγγλικοῦ Sihon ποὺ
χρησιμοποεῖ ὁ
Σκόττ, ὁ ὁποῖος
φυσικὰ τὸ
παίρνει ἀπὸ τὴν Ἰακωβιανὴ
μετάφρασι τῆς Βίβλου. Τὸ ὄνομα ὅμως στὰ ἑλληνικὰ ἤδη ἀπὸ τὸν Γ'
π.Χ. αἰῶνα ἔχει
μεταγραφῆ ὡς «Σηὼν» καὶ ἔτσι ἀπαντᾷ στὸ
Δευτερονόμιο (2,31). Νὰ τὸ
διατηρῇς ἔτσι, «Σιχών», σὲ ἑλληνόγλωσσο
κείμενο εἶναι σὰν νὰ λὲς «ὁ Ἄιζαακ,
ὁ γιὸς τοῦ Ἔιμπρααμ,
τοῦ γενάρχη τοῦ Ἴζραελ"....
Στὴν ἴδια ἀκριβῶς
σελίδα καὶ ἀράδα
διαβάζουμε: «όπως ο Αγκ, ο βασιλιάς
του Μπασάν». Τώρα μή μὲ ρωτήσετε πῶς τὸ Og του πρωτοτύπου ἔγινε «Αγκ», πάντως πρόκειται γιὰ τὸν Ὤγ, τὸν
βασιλέα τῆς Βασάν (Ἀριθμοί 21,33 καὶ ἀλλοῦ καὶ σὲ ἄλλα
βιβλία τῆς ΠΔ, συνολικὰ
δεκάδες φορές). Κι αὐτὸ τὸ "Μπασὰν" ἀντὶ "Βασάν"... σὰν νὰ γράφῃς σὲ ἑλληνικὸ μυθιστόρημα "ὅταν ὁ δήμαρχος τοῦ Μπερλὶν ταξίδεψε στὸ Νιοὺ Γιόρκ".
Στὴν σελίδα 148 διαβάζουμε "ποτέ δεν προχώρησε περισσότερο από το Ασκαλόν, που όπως ήξερε όλος ο κόσμος ήταν
μια πόλη των Φιλισταίων". Ἔτσι μὲ ὄμικρον καὶ τὸν τόνο
στὴν λήγουσα σὰν νἆναι
κανένα γαλλικὸ
μεσαιωνικὸ φρούριο. Ἀσκάλων
λέγεται ἡ πόλι στὰ ἑλληνικὰ καὶ εἶναι
θηλυκοῦ γένους, πασίγνωστη πολὺ πρὶν ἀπὸ τὴν
μετάφρασι τῶν Ο', ἀπὸ τοὺς
προκλασσικοὺς καὶ
κλασσικοὺς χρόνους, ἤδη ἀπὸ τὸν
λυρικὸ ποιητὴ Ἀλκαῖο ποὺ τὴν
μνημονεύει σὲ ἕνα
σωζόμενο ἀπόσπασμά του (48,11 Lobel- Page), καὶ
κυρίως ἀπὸ τὸν Ἡρόδοτο
(1,105) ποὺ κάνει λόγο γιὰ μιὰ ἐπιδρομὴ τῶν Σκυθῶν στὴν Ἀσκάλωνα
καὶ στὸ ἐκεῖ ἱερὸ τῆς Ἀφροδίτης
(μὲ αὐτὴν τὴν θεὰ
ταυτίζει συγκρητιστικῶς ὁ Ἡρόδοτος
τὴν ἐκεῖ
λατρευομένη θεότητα) γιὰ τὸ ὁποῖο
περισσότερες πληροφορίες δίνει ἕνα
σωζόμενο ἀπόσπασμα τοῦ
Κτησία. Πάμπολλες φορές ἀνευρίσκεται τὸ ὄνομα τῆς
πόλεως στὴν Π.Δ. Μερικοί τονίζουν «Ἀσκαλὼν» (τῆς
Ασκαλῶνος), κακῶς κατ'
ἐμέ, ἀλλ’ ἔτσι ἄκλιτο
καὶ οὐδέτερο
«Ἀσκαλόν», ὅπως
λέμε Ἀβινιὸν (ποὺ
συνήθως δηλαδή λέμε «Ἡ Ἀβινιὸν») ὁμολογῶ ὅτι δὲν τὸ
ξανασυνάντησα.
Στὴν σελίδα 184 ὁ ἐρημίτης
καυχᾶται γιὰ τὴν ἐπιδεξιότητά
του στὸν χειρισμὸ διαφόρων ὅπλων
"ἀπὸ τὸ
ψαλίδι τῆς Δαλιδᾶς καὶ τὸ καρφὶ τοῦ Ζαὲλ ὡς τὸ
γιαταγάνι τοῦ Γολιάθ". Ποιός εἶναι ὅμως αὐτὸς ὁ Ζαὲλ καὶ τί εἶναι αὐτὸ τὸ
περίφημο καρφί του; Σὲ μία ἔκδοσι
μὲ 21 σημειώσεις τοῦ ἐπιμελητῆ στὶς ὁποῖες μᾶς ἐξηγεῖ ποιός
ἦταν ὁ Ῥιχάρδος ὁ Λεοντόκαρδος, οἱ Ναῗτες, ὁ ποιητὴς Ἰουβενάλις
καὶ ὁ Ἔντμερ
τοῦ Καντέρμπουρι δὲν θὰ ἄξιζε
μιὰ -ἐλάχιστη
ἔστω- ἀναφορὰ στὸν
μυστηριώδη αὐτὸν καὶ ἄγνωστο
Ζαέλ; Καὶ τί δουλειὰ ἔχει αὐτὸς ὁ Ζαέλ,
τοῦ ὁποίου
τὸ ὄνομά θυμίζει Γάλλο σταυροφόρο, ἀνάμεσα
στὰ βιβλικὰ πρόσωπα τῆς
Δαλιδᾶς καὶ τοῦ
Γολιάθ; Ἄνατρέχοντας στὸ
πρωτότυπο βλέπουμε ὅτι τὸ περὶ οὗ ὁ λόγος
πρόσωπο ἀναφέρεται ὡς «Jael». Κάπως διαλευκαίνεται τὸ
μυστήριο. Κατ’ ἀρχὰς δὲν εἶναι «ὁ», ἀλλὰ «ἡ». Εἶναι ἡ
περίφημη Ἰσραηλίτισσα Ἰαήλ,
ποὺ μὲ ἕνα
σφυρί κι ἕνα
μετάλλινο πάσσαλο, ἀπ' αὐτοὺς ποὺ
χρησιμοποιοῦνται στὸ
στήσιμο σκηνών καὶ ποὺ στὸ
πρωτότυπο τοῦ Ἰβανόη ὀνομάζεται
"tenpenny nail", στὴν Ἰακωβιανή
"nail", στὴν
Βουλγάτα clavus= καρφί (διότι περὶ
μεγάλου μεταλλικοῦ καρφιοῦ
πρόκειται, δηλαδὴ περὶ ἑνὸς μικροῦ μεταλλικοῦ
πασσάλου) καὶ στοὺς Ο'
(Κριταὶ 5,26) "πάσσαλος", σκότωσε τὸν ἀρχιστράτηγο
τῶν Χαναναίων Σισάρα. Πάλι καλὰ ποὺ
μετέφρασε «Δαλιδά» τὸ «Delilah» τοῦ
πρωτοτύπου, γιατὶ ἀκόμη θὰ
ψάχναμε ποιός ἦταν ὁ
Ντελίλαχ.
Στὴν σελίδα 401 ὁ μέγας Μάγιστρος τοῦ τάγματος τῶν Ναϊτῶν, ἐξωργισμένος ἀπὸ τὴν διαφθορά ποὺ ἐπικρατεῖ στὶς τάξεις τῶν ἱπποτῶν τοῦ Ναοῦ, ἐξομολογεῖται ὅτι φαντάζεται τὶς ψυχὲς τῶν ἱδρυτῶν τοῦ τάγματος νὰ τὸν ἐπιπλήττουν: «Σκότωσε τοὺς ἁμαρτωλούς, ἄντρες καὶ γυναῖκες! Πάρε τὸν πυρσὸ τοῦ Φινέα!" Γνωστός ὁ μάντης Φινέας ὰπὸ τὴν ἀρχαία ἑλληνική μυθολογία καὶ λογοτεχνία, ἀλλὰ πυρσὸ μὲ τὸν ὁποῖο νὰ καίῃ ἁμαρτωλούς καὶ μάλιστα κατὰ τρόπο ποὺ θὰ μνημονευόταν εὐφήμως ἀπὸ χριστιανὸ καλόγερο τοῦ μεσαίωνα δὲν νομίζω νὰ κράτησε ποτέ. Ὁ μεταφραστὴς ἁπλῶς μετέγραψε πιστὰ μὲ μιὰ ἁπλῆ ἀλφαβητικὴ ὑποκατάστασι τὸ ἀγγλικὸ "Phineas" τοῦ πρωτοτύπου ὡς "Φινέας" χωρὶς νὰ τοῦ περάσῃ οὔτε κἂν σὰν ὑποψία ἀπὸ τὸ μυαλὸ ἡ σκέψι ὅτι ἔτσι γράφεται στὰ ἀγγλικὰ καὶ τὸ ὄνομα τοῦ Φινεές, ἐγγονοῦ τοῦ Ἀαρὼν καὶ κληρονομικοῦ ἀρχιερέως, μὲ τὴν καθοδήγησι τοῦ ὁποίου ὡς πληρεξουσίου τοῦ Μωυσέως οἱ Ἰσραηλῖτες, ἀφ’οὗ νίκησαν σὲ μάχη τοὺς Μαδιανῖτες, ἔκαψαν στὴν συνέχεια ὅλες τὶς πόλεις τους (Ἀριθμοί 31,6-10). Μάλιστα οἱ Ίσραηλῖτες κράτησαν ὡς αἰχμάλωτες τὶς γυναῖκες τῶν Μαδιανιτῶν, κάτι ποὺ ἐξώργισε τὸν Μωυσῆ, καὶ τὸν ὡδήγησε στὸ νὰ διατάξῃ τὴν θανάτωσι ὅλων τῶν σεξουαλικῶς ἐμπείρων γυναικῶν. Καὶ νομίζω πὼς τὸ γεγονὸς αὐτὸ κυρίως ἀπηχεῖται στὴν ἐδῶ ἀναφορὰ τοῦ μεγάλου Μαγίστρου.
μερικές
λεπτομέρειες:
σελ 303: τὸ σωστὸ εἶναι «Ἰδουμαία» καὶ ὄχι «Ιδουμέα» ὅπως ἐσφαλμένως γράφει ὁ μεταφραστὴς ἐπηρεασμένος μᾶλλον ἀπὸ τὸ ἀγγλικὸ Idumea τοῦ πρωτοτύπου.
passim σὲ ὅλο τὸ ἔργο: «Βελιάλ». Παρ΄ ὅλο ποὺ στὴν ὑποσημείωσι 17 ὁ ἐπιμελητὴς παραπέμπει στὴν Β' Κο 6,15 δὲν ἔκανε τὸν κόπο νὰ τὴν ἀνοίξῃ γιὰ νὰ δῇ ὄτι τὸ ὄνομα εῖναι παραξύτονο: «Βελίαλ».
Ἐνδεχομένως νὰ ὑπάρχουν καὶ ἄλλα τέτοια λάθη ποὺ ἐγὼ δὲν παρατήρησα, γιατὶ ποτὲ δεν φαντάστηκα ὅτι θὰ καθόμουν νὰ γράψω ὅλο αὐτὸ τὸ σεντόνι κι ἔτσι δὲν μπῆκα στὸν κόπο νὰ κρατήσω σημειώσεις ὅσο διάβαζα, ὁπότε γιὰ νὰ γράψω τὸ παρὸν ἀρθράκι ἔπρεπε νὰ ἀνατρέχω στὶς σελίδες τοῦ βιβλίου, στὰ σημεῖα ποὺ ἀπὸ μνήμης περίμενα νὰ βρῶ τὰ λάθη ποὺ ἐπεσήμανα.