Πέμπτη 28 Ιουνίου 2012

ΜΠΑΛΛΑΝΤΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΑΛΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ

Μὲ τὴν εὐκαιρία κάποιων φημῶν ποὺ θέλουν τὸ ΠΑ.ΣΟ.Κ.νὰ μετακομίζῃ στὴν Συγγροῦ (ἤδη φιλοξενοῦσα τὴν Ν.Δ.) λόγῳ τῆς ἀδυναμίας του νὰ ἀντεπεξέλθῃ στὰ ὑψηλὰ μισθώματα ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν διατήρησι τῶν γραφείων του στὴν Ἱπποκράτους μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη μὰ καὶ ὑπέροχη μπαλλάντα τοῦ Ἠλία Λάγιου. Σκέφτηκα λοιπὸν νὰ διατηρήσω τὶς ῥίμες της (συνήθως αὐτὸ δίνει σχετικὰ ἄκομψο ἀποτέλεσμα ἰδιαίτερα ὅταν ἐπιχειρῆται ἀπὸ ἀτάλαντους δημιουργοὺς ὅπως ὁ γράφων) καὶ νὰ τὴν μετατρέψω στὴν "Μπαλλάντα τῶν κομμάτων τοῦ παλιοῦ καιροῦ". Ποιός ξέρει; Ἂν οἱ φῆμες ἀληθεύουν ἡ συγκατοίκησι τῶν δύο κομμάτων ἴσως καὶ νὰ παύσῃ νὰ εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο κυβερνητική.


Ποῦ νἆναι καὶ τι νἄχουν ἀπογίνει
τὰ μπλὲ καὶ πράσινα τὰ πεφταστέρια;
Τὶς νύχτες μοῦ στεροῦσαν τὴν γαλήνη,
τροπολογίες μὲς στὰ καλοκαίρια,
μὲ ψήφους τὰ ῥουσφέτια ἀγορασμένα.
Γιὰ σᾶς εἶχε ἡ ὀργή μου ξεχειλίσει,
στὶς κάλπες ὦ σᾶς εἶχα ἐγὼ μαυρίσει,
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.

Ὁ γλυκύτατος Ἄκης ἀπὸ σπίτι,
μὲ λάμψι ἀριστοκράτη ζωντοχήρου,
ὁ Μαντέλης ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Μπεγλίτη
κι ὁ Μαγγίνας σ’ἐνατένισι τοῦ ἀπείρου·
ἀκρίδες, τρωκτικὰ ἐκπαιδευμένα,
διψοῦσε ἡ μουτσούνα τους γιὰ ὀθόνη,
πρασινογάλαζη ἔστηναν ἀγχόνη
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.

Τι ν’ἀπόγινεν ἡ Ἄννα τ’ἀηδονάκι
ποὺ μίλαγε τὰ ἐγγλέζικα καθάρια,
τῆς Πάλλη-Πετραλιᾶ τὸ ταγεράκι
ποὺ ἔλαμπε σὰν δώδεκα φεγγάρια·
Ντόρα, Φώφη, ὦ τζάκια τιμημένα,
ποὺ εἴχατε αἰσχρὰ ψηφοθηρίσει;
Ἀπλήρωτο τὸ νοῖκι ἔχουν ἀφήσει
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.

Πρίγκηψ, ἂν κάπως ἀγαπᾶτε ἐμένα
καὶ θέλετε τὴν ψῆφο μου, ἐλᾶτε
καὶ κόψτε ἀπὸ τὴν ῥίζα –μὴ κοτᾶτε–
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.

Τετάρτη 27 Ιουνίου 2012

ΜΙΚΡΗ ΑΣΥΜΦΩΝΙΑ ΕΙΣ Α ΜΕΙΖΟΝ




πάνω σ' ἕνα καρυωτάκειο ποίημα

 Ἄ κύριε κύριε Μπουτάρη
ποιός θὰ βρεθῇ νὰ ῥετουσάρῃ
μικρὸν ἐμὲ κι ἐσᾶς μεγάλο
ἴδια τὸν ἕνα καὶ τὸν ἄλλο;
Τὰ ὄμορφα κομψὰ γυαλιά σας
τὰ μόρτικα τὰ τατουάζ σας,
τὸ σκουλαρίκι ποὺ σᾶς κάνει
ἀπὸ πουρὸ ξανὰ τσογλάνι
σὰν νἆστε ὁ Μπέντζαμιν ὁ Μπάτον
στὴν Σαλονίκη τῶν θαυμάτων,
κορμὶ ψηλό, λιγνό, σπαθᾶτο
καὶ τὸ κρασὶ τὸ μυρωδᾶτο
ἀπὸ τὴν μιὰ μεριὰ νὰ βάλῃ
τῆς ζυγαριᾶς κι ἀπὰ στὴν ἄλλη
πλάστιγγα σίγουρα θὲ νἄβρω
καπέλλο ἡμίψηλο καὶ μαῦρο
πάνω σ’ἀκούρευτο κεφάλι
γερμένο ἀπὸ χολὴ καὶ ζάλη.
Ἄ! κύριε, κύριε Μπουτάρη
ποιός ἀπ’τοὺς δυό μας θὰ ῥεφάρῃ;