Δευτέρα 17 Ιανουαρίου 2011

ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΝΟΜΑΝΣΛΑΝΔΗ ΒΟΛΙΟΥΜ ΤΣΟΥ

Ἐπειδὴ ἀπὸ τὴν προηγούμενη ἀνάρτησι μεσολάβησαν τόσο νέες δημοσιεύσεις τοῦ πολύκροτου μυθιστορήματος (τρέμε Ζολά!)_ὅσο καὶ νέες ἐγγραφὲς στᾶ ληξιαρχικὰ κιτάπια τῆς Νομανσλάνης (ἰσχύουν οἱ σύνδεσμοι τῆς προηγούμενης ἀναρτήσεως καὶ δὴ αὐτός) ἀναδημοσιεύω ἐδῶ τὴν συνέχεια:

“Ἀπὸ τὴν πρώτη κιόλας βδομάδα ὁ ξένος ἐπισκέπτης καταλαβαίνει ἀμέσως ὅτι ἡ Νομανσλάνδη εἶναι ἡ χώρα ποὺ σὲ ὅλους κάτι θυμίζει. Ἄν ἡ Ἀγγλία ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βουλὴ περηφανεύεται καὶ γιὰ τὴν βουλὴ τῶν Λόρδων ὅλοι ξέρουν πὼς στὴν Νομανσλάνδη ἐκτὸς ἀπὸ τὴν βουλὴ ὑπάρχει καὶ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντίν. Καὶ ἂν στὴν Ἀγγλία οἱ λόρδοι φοροῦν ἀκόμη πουδραρισμένες περουκίτσες, στὴν Νομανσλάνδη ἀποτελεῖ ἱερὴ σχεδὸν παράδοσι ἡ ἄφιξι τῶν μελῶν τοῦ Συμβουλίου στὸ περίφημο πιὰ κτίριο τῶν συνεδριἀσεων, κι ἄλλοτε κάστρο τοῦ βαρώνου Μούτινγκ, μὲ τέθριππες ἅμαξες. Οἱ περισσότερο ἐνημερωμένοι ἀπὸ σᾶς θὰ θυμᾶστε τὸ ἱπτάμενο τσίρκο τοῦ φὸν Ῥιχτχόφεν, μόνο ὅμως ὅσοι ταξιδέψετε στὴν Νομανσλάνδη θἄχετε τὴν εὐκαιρία νὰ ζήσετε μιὰ ἀληθινὰ ὀνειρικὴ ἐμπειρία πετῶντας μὲ κάποιο ἀπὸ τὰ “φτερωτὰ βουβάλια”, τὰ καμάρια τῆς Ῥὲντ Ἄι, τῆς κρατικῆς πολιτικῆς ἀεροπορίας τῆς Νομανσλάνδης”. Ἔκλεισα τὸν ταξιδωτικὸ ὁδηγὸ μ’ἕναν ἀναστεναγμὸ ποὺ ὁ Μπὰξ κατὰ τὴν προσφιλῆ τακτική του δὲν ἄφησε ἀσχολίαστο. “Ποιοί δαίμονες σὲ κυνηγοῦν πάλι Τσέσνια;” ῥώτησε. Ἕνα ἀπότομα φρενάρισμα τοῦ ταξιτζῆ μὲ τίναξε ἴσια μπροστά, κι ὰν δὲν φοροῦσα ζώνη ἀσφαλείας οἱ δαίμονες ποὺ ἔλεγε ὁ Μπὰξ θὰ χόρευαν ἤδη γύρω ἀπὸ τὴν φωτιὰ τοῦ καζανιοῦ μου. Ἀναπόλησα τὸ ἁπαλὸ τσούλημα τοῦ παραδομένου στὰ ἐπιδέξια χέρια (καὶ πόδια) τοῦ Γιάζντι αὐτοκινήτου, ἀλλ’αὐτὴν τὴν φορὰ κατάφερα νὰ συγκρατηθῶ κι ἔτσι ἡ θλιβερὴ θύμησι σβήστηκε μέσα μου πρὶν προλάβῃ νὰ βγῇ ἀπὸ τὸ στόμα μου ὑπὸ τὴν μορφὴ ἀναστεναγμοῦ. “Ἡ βιβλιοθήκη εἶναι δύο στενὰ παρακάτω” μουρμούρισε αὐστηρὰ ὁ ταξιτζῆς. Ἀπὸ το καθρέφτη τοῦ παρμπρὶζ μποροῦσα νὰ δῶ μόνο τὸ πρόωωρο ἀναφάλαντωμά του: μιὰ κατάμαυρη ὀξυνώνια τριχωτὴ χερσόνησος διεισέδυε σὲ μῆκος ἀρκετῶν πόντων στὸ κάτασπρο καὶ γυαλιστερό του κούτελο. Πειρσσότερο φαινόταν σὰν νὰ κρέμεται, ὅπως κρεμόταν μπροστὰ ἀπ’ τὴν ὀθόνη ἡ γωνία ἀπὸ τὸ πετσετάκι ποὺ ἔβαζε πάνω στὴν τηλεόρασι ἡ γιαγιά μου. Τρίτος ἀναστεναγμός. Κι αὐτὸς σβησμένος πρὶν ἐνωθῇ μὲ τὸν ἀέρα. “Ἄσε μας ἐδῶ” γαύγισε ἀπότομα ὁ Μπὰξ κι ἕνα ἀκὀμη ξαφνικὸ φρενάρισμα μ’ἔκανε νὰ πιστέψω γιὰ λίγο στὴν Μόρα. Εὐτυχῶς κατάλαβα ἀπὸ τὸ ἑπόμενο κιόλας δευτερόλεπτο ὅτι ἐπρόκειτο μόνο γιὰ τὴν ζώνη. “Καταραμένε Μπάξ!” σκέφτηκα, ἐκεῖνος ὅμως ἤδη ἔχωνε τὸ χέρι του στὴν τσέπη. Ἀσυναίσθητα τὄχωσα κι ἐγώ. Ἀνατρίχιασα μόλις ἡ χαρτονένια γωνία τσίμπησε τ’ἀκροδάχτυλά μου. Τὴν εἶχα ξεχάσει ἐκεῖ μέσα. Ἀπὸ τὸ πρωὶ ποὺ ὁ ῥεσεψιονὶστ μοῦ πάσσαρε τὸν κίτρινο φάκελο μὲ σφραγίδα ταχυδρομείου Ἀργεντινῆς. Ὡραία κάρτ-ποστάλ. Μπουένος Ἄιρες αὐτὴν τὴν φορά. Τὴν φανταζόμουν μέσα στὴν ἀσπροκόκκινη στολὴ τῶν ἀεροσυνοδῶν τῆς Ῥὲντ Ἄι ποὺ τόσο μὲ ἄναβε κι ἄρχισα νὰ δαγκώνω τὰ χείλη μου ὅπως ἔκανα πάντα ὅταν ξεχνιόμουν. “Θὰ βγῇς καμιὰν ὥρα; Ἔχω γίνει μούσκεμα ἐδῶ ἔξω” ἀκούστηκε ἡ φωνὴ τοῦ Μπάξ. Ὑπερβολές. Ἀφ’ οὗ κρατοῦσε μιὰ ὀμπρέλλα ἵσαμε τὸν θόλο τοῦ Ἰνστιτούτου Σκὸτ Πόλαρ λὲς κι εἶχε βγῆ ἀπὸ φὶλμ νουὰρ τοῦ Κάουαρντ Ῥόμπερντ Φόρντ. Ἡ εἰκόνα τῆς Μουλὲν μέσα στὴν στολή της δὲν ἔφυγε ἀπὸ τὸ νοῦ μου οὔτε κὰν ὅταν πιασμένοι ἀγκαζὲ σὰν ζευγαράκι, γιὰ νὰ χωρᾶμε κάτω ἀπὸ τὴν ὀμπρέλλα, ἀνεβαίναμε τὰ μαρμάρινα σκαλιὰ τῆς Ἐθνικῆς Βιβλιοθήκης. Ἡ κὰρτ ποστὰλ παρέμενε πεισματικὰ στὴν τσέπη μου μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ποὺ στὴν στέπη τοῦ Μπὰξ φώλιαζε μόνιμα τὸ γεμᾶτο καναπουτσάρ του.






Ὁ ψηλὸς λακὲς μὲ τὶς νταντελένιες ἀπολήξεις τῶν μανικιῶν, τὸ χρυσοποίκιλτο γιλέκο καὶ τὴν γαλάζια κορδέλλα στὴν οὐρὰ τῆς περούκας του πῆρε τὴν στροφὴ στὸν διάδρομο σὰν γνήσιος Ἐγγλέζος μπάτλερ, γυρίζοντας ὁλόκληρο τὸ σῶμα του καὶ χωρὶς φυσικὰ νὰ ὲπιτρέψῃ οὔτε γιὰ ἕνα δευερόλεπτο στὴν νοητὴ γραμμὴ ποὺ ἕνωνε τὶς δυὸ βικτωριανὲς ἀπλίκες τῶν ἑκατέρωθεν τοῦ διαδρόμου τοίχων νὰ ὑπερβῇ τὸ ὕψος τῆς γρυπῆς του μύτης. “Ἡ αὐτοῦ Ὑψηλότης ὁ Διάδοχος πρίγκηψ Ῥῆτζεντ θὰ δεχθῇ τώρα τὸν δόκτορα Μπλέντ”. Ὁ οἰκογενειακὸς γιατρὸς τῶν ἀνακτόρων, γιὰ τὸν ὁποῖο κάποτε ἀστειεύομενος ὁ Ῥόμπερτ Κάουαρντ Φὸρντ εἶχε δηλώσει σὲ συνένετευξί του πὼς τὸν ἤθελε πρωταγωνιστὴ στὸ ῥημέηκ τὴς 7ης σφραγίδας ποὺ ἑτοίμαζε, ἂν καὶ μπαινόβγαινε στ’ἀνάκτορα τὰ τελευταῖα εἴκοσι χρόνια μὲ τὴν ἴδια ἄνεσι ποὺ τριγύριζε στὴν κουζίνα τοῦ σπιτιοῦ του, ποτὲ δὲν εἶχε συνηθίσει ὅλες αὐτὲς τὶς τυπικότητες τοῦ πρωτοκόλλου. Κάτι ἀπὸ τὴν προφορὰ τοῦ λακὲ ποὺ μιλοῦσε τὰ νομανσλανδικὰ ὅπως ὁ Κικέρων τὰ καταλανικά, κάτι ἀπὸ ὅλο αὐτὸ τὸ κουραστικὸ πιὰ γιὰ τὴν ἡλικία του ταξίδι στὸ χρόνο ποὺ συνεπαγόταν κάθε ἐπίσκεψί του στὰ βασλικὰ ἄδυτα, κάτι ἀπὸ τὴν τελευταία ἐκδοτικὴ ἀποτυχία τοῦ πρόσφατου σκακιστικοῦ του ἐγχειριδίου καὶ τὸ στομάχι ἦταν πιὰ ἕνας τέλεια δεμένος κόμπος ὅταν ἔμπαινε στὴν μεγάλη αἴθουσα ὑποδοχῆς ὡδηγημένος ἀπὸ τὸν βραδύγλωσσο λακὲ καὶ τὸν ἐκνευριστικὸ ἦχο ποὺ ἄφηναν τὰ γοβάκια του στὸ μαρμάρινο πάτωμα. Ὁ πρίγκηπας Ῥῆτζεντ, μὲ τὸ πρόσωπο βυθισμένο στὶς παλάμες του καὶ τοὺς ἀγκῶνες στηριγμένους πάνω σ’ἕνα βαρὺ δρύινο τραπέζι μὲ λιονταρίσια πόδια σήκωσε τὸ βλέμμα του μόνο ὅταν ἡ φωνὴ τοῦ λακὲ ποὺ ἀνακοίνωνε τὴν ἄφιξι τοῦ δόκτορος Μπλὲντ ἔφτασε στ’ ἀφτιά του σὰν ἦχος ἑνὸς ἀδέξια χτυπημένου γκόνγκ. “Καλέ μου Τάλατ!” ἀναφώνησε τρυφερὰ περισσότερο ἀναστενάζοντας καὶ λιγότερο μιλῶντας καθὼς ἡ τεράστια πόρτα πίσω ἀπὸ τὴν πλάτη τοῦ σκακιστῆ-γιατροῦ ἔκλεινε κι ὁ ἤχος ἀπὸ τὰ γοβάκια τοῦ ὑπηρέτη ἐξασθενοῦσε ὅλο καὶ περισσότερο χάρι στὸ φαινόμενο Ντόπλερ. “Ὑψηλότατε, δὲν ἔχουμε χρόνο” εἶπε ὁ Μπλὲντ προφέροντας τὴν φράσι σὰν μιὰ μονοκόμματη λέξι. “Ὁ πατέρας σας…θέλω νὰ πῶ ὁ Μεγαλειώτατος Τσὶνγκ ἔχει ἤδη λάβει τὶς ἀποφάσεις του. Προτιμᾷ νὰ μεθοδεύσῃ μιὰ καταδίκη σας ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντὶν γιὰ νὰ ἐκπέσετε τοῦ δικαιώματος διαδοχῆς παρὰ νὰ ῥιψοκινδυνεύσῃ ἕνα σκάνδαλο παραδεχόμενος δημοσίᾳ ὅτι δὲν εἶστε γνήσιος γιός του”. Ὁ πρίγκηπας σηκώθηκε ὄρθιος κι ἔριξε μιὰ ματιὰ ἔξω ἀπὸ τὸ παράθυρο. Μιὰ ἵλη ἱππικοῦ ὑπὸ τὶς διαταγὲς δύο ἔφιππων Τσαλντεάνων ἔκανε πρόβες στὸν περίβολο τῶν Ἀνακτόρων γιὰ τὴν μεγάλη παρέλασι τῆς γιορτῆς τοῦ Ἁγίου Γκράαλ. “Ὑψηλότατε, νομίζω πὼς δὲν μὲ ἀκοῦτε. Δὲν ὑπάρχει ἄλλη λύσι. Σκεφτήκαμε ὅλα τὰ ἐνδεχόμενα. Ἡ ζωή σας κινδυνεύει πλέον ἀνὰ πᾶσα στιγμή. Ἔστω καὶ ἔκπτωτος ὅσο ζῆτε θὰ εἶστε μιὰ διαρκὴς ἀπειλὴ γιὰ τὰ δικαιώματα τοῦ πρίκηπα Γκρήτινγκς στὸν θρόνο”. Ἡ συνεχιζόμενη σιωπὴ τοῦ Ῥῆτζεντ ἔδινε στὸν Μπλὲντ τὴν ἐντύπωσι πὼς ἔπρεπε νὰ ἐπιστερατεύσῃ περισσότερη πειθώ. “Ὅλα εἶναι ἕτοιμα, Ὑψηλότατε,” ἐξακολούθησε τὸ λογύρδιό του “ἤδη ὁ Ρεβιστὶνκτ βρίσκεται στὸ Μπουένος Ἄιρες, ἡ αἴτησι πολιτικοῦ ἀσύλου ἔχει γίνει δεκτὴ καὶ ἡ μυστικὴ πράκτορας Φλωρεντίνη ἔχει σταλῃ γιὰ νὰ προετοιμάσει τὴν ἄφιξί σας”. “Ἡ μυστικὴ πράκτορας Φλωρεντίνη…” ἐπανέλαβε μηχανικὰ ὁ πρίγκηπας δίκην ἠχοῦς σὰν νὰ πετοῦσε ἀλλοῦ μὲ τὸ μυαλό του. “Ὑψηλότατε!” εἶπε σὲ αὐστηρὸ τόνο ὁ Μπλὲντ φανερὰ ἀπογοητευμένος ἀπὸ τὶς ὑποτονικὲς ἀντιδράσεις τοῦ Ῥῆτζεντ. “Ἡ μυστικὴ πράκτορας Φλωρεντίνη, κωδικὴ ὀνομασία Μουλέν, ἔτσι δὲν εἶναι Τάλατ;” ῥώτησε ὁ πρίγκηπας ἐγκαταλείποντας ἐπιτέλους τὴν ἀκατανόητη ῥέμβη του. Ἀλλὰ δὲν πῆρε καμμία ἀπάντησι. “Πόσοι ἀπὸ τὸ Συμβούλιο εἶναι μὲ τὸ μέρος μου, Τάλατ;” ῥώτησε ξανὰ ὁ πρίγκηπας μὲ τὴν ἀντανάκλασι τῆς φλόγας τοῦ τζακιοῦ νὰ περιβάλῃ τὰ μάτια του μὲ μιὰ ἀλλόκοτη λάμψι. Ἕνα ῥῖγος ποὺ διαπέρασε τὴν ῥαχοκοκκαλιὰ τοῦ Μπλὲντ ἔφτασε μέχρι τὸ πάτωμα. “Μόνο ὁ Κρισέιξ, ‘Υψηλότατε”. “Ὁ Κρισέιξ!” φώναξε μὲ ὀργὴ ὁ πρίγκηπας καὶ χτύπησε τὴν γροθιά του στὸ δρύινο τραπέζι. “Αὐτὸς καὶ τὰ ῥόζ του σκάνδαλα! ἡ ὑποστήριξί του μόνο κακὸ θὰ μοῦ προξενήσῃ στὴν ὑπόθεσι τούτη”. Ὁ Μπλὲντ ἔμοιαζε νὰ τἄχῃ χαμένα. ‘Μὲ ὅλον τὸν σεβασμὸ νομίζω πὼς δὲν ἔχτε ἀκόμη σαφῆ ἐποπτεία τῆς καταστάσεως, Υψηλότατε” προσπάθησε νὰ ἐξηγήσῃ. “Χωρὶς τὴν ὑποστήριξι τοῦ Μεγαλειωτάτου δὲν ὑπάρχουν πιθανότητες ἐπιτυχοῦς ἀντιδράσεως. Καὶ ἐφ’ὅσον (ἡ φωνή του κυμάτισε λίγο ἀμήχανα) δὲν εἶστε γνήσιος ἀπόγονος του δὲν ὑπάρχει καμιὰ πιθανότητα νὰ μεταβληθῇ ἡ στάσι τοῦ Μεγαλειοτάτου”. Ὁ πρίγκηπας ξανακάθισε στὴν καρέκλα του, ῥίχνοντας αὐτὴν τὴν φορὰ ὅλο τὸ βάρος του στὸ βελούδινο ἐρεισίνωτο τῆς πολυθρόνας του. “Καλέ μου Τάλατ” ψιθύρισε ἀνοίγοντας τὰ χέρια του σὰν σὲ ἰσλαμικὴ προσευχή “ἡ στάσι τοῦ πατέρα μου εἶναι ὅλως ἀκατανόητη. Βλέπεις, ΕΙΜΑΙ πράγματι γιός του κι ἐκεῖνος τὸ γνωρίζει καλά”.





Τύλιξε τὸ πλεχτό του κασκὸλ σφιχτότερα γύρω ἀπὸ τὸν λαιμό του. Ἦταν λάθος ποὺ τόσο καιρὸ δὲν φοροῦσε τὰ μουτὸν γάντια του. Τώρα τὸ δέρμα τῶν χεριῶν του, χτυπημένο ἀλύπητα ἀπὸ τὴν ὑγρασία καὶ τὸ κρύο τοῦ Βνουρὰπ ἔμοιαζε σωστὸ γυαλόχαρτο. Κατέβασε τὸν μάλλινο σκοῦφο του δυὸ πόντους χαμηλότερα, σήκωσε τὸν γιακά του μέχρι τοὺς λοβοὺς τῶν σχεδὸν κοκκαλωμένων ἀφτιῶν του κι ἀπόλαυσε μιὰ τελευταία ῥουφηξιὰ ἀπὸ τὸ στριφτό του τσιγάρο πρὶν τὸ πετάξῃ νευρικὰ στὸ λασπωμένο μονοπάτι. Τοὖχε μείνει συνήθειο ἀπὸ τὸν στρατὸ αὐτὴ ἡ ἐνοχὴ ποὺ καθρεφτιζόταν σὲ κάθε του κίνησι ὅποτε ἀναβε τσιγάρο μέσα στὴν νύχτα. “Ἡ καύτρα τοῦ τσιγάρου μπορῇ νὰ φανῇ ἀκόμη καὶ ἀπὸ ἀπόστασι πολὺ μεγαλύτερη τοῦ χιλιομέτρου” τοὺς ἔλεγε κάθε Πέμπτη στὴν νυχτερινὴ ἄσκησι ὁ λοχίας ἐκπαιδευτής κι αὐτὸς δὲν μπόρεσε ποτὲ νὰ διώξῃ αὐτὴν τὴν σκοτεινὴ αἴσθησι ποὺ τὸν κυρίευε κάθε φορὰ ποὺ ἐπιδιδόταν νύχτα στὸ λιγώτερο ἁμαρτωλὸ ἀπὸ τὰ πάθη του, ἀκόμη κι ἂν γύρω του ἔφεγγαν φῶτα ἀρκετὰ γιὰ νὰ κάνουν τὸ τσιγαράκι του νὰ μοιάζῃ ταπεινὴ πυγολαμπίδα μέσα σὲ μιὰ θάλασσα ἄστρων. Ὅμως τώρα ἡ μόνη θάλασσα ἄστρων ποὺ μποροῦσε νὰ δῇ μέσα ἀπὸ τὸ ἄνοιγμα ποὺ ἄφηνε ἡ κουκούλα, τὸ κασκὸλ καὶ ὁ γιακᾶς του ἀπεῖχε ἀρκετὰ τρισκεταομμύρια χιλιόμετρα πάνω ἀπὸ τὸ κεφάλι του. “ἵσως γι’αὐτὸ καὶ νὰ τὸ αἰσθάνωμαι τόσο βαρύ” σκέφτηκε καθὼς ἄναβε τὸν φακό του. Μιὰ ὑποκίτρινη κηλίδα μὲ διάμετρο ὄχι μεγαλύτερη ἀπὸ αὐτὴν τῶν τροχῶν τῆς μοτοσυκλέττας του ἔπεσε πάνω στὴν ξεθωριασμένη ἀπὸ τὸν καιρὸ ἀφίσσα τῆς τσιμεντένιας μάντρας. Ἀκόμη κι ἔτσι τὰ πορτοκαλὶ γράμματα κάτω ἀπὸ τὸ γυναιεκῖο πρόσωπο μὲ τὴν παλιομοδίτικὴ ἀ λὰ μπὲλ ἐπὸκ κόμμωσι μποροῦσαν νὰ διαβαστοῦν σχετικὰ εὔκολα: “ΦΛΩΡΕΝΤΙΝΗ ΑΗΔΩΝ-ΓΙΑ ΛΙΓΕΣ ΜΟΝΟ ΜΕΡΕΣ ΚΟΝΤΑ ΣΑΣ”. “Σκατά!” ἀναφώνησε μέσα στὴν ἐρημιὰ καθὼς ἡ κηλίδα ἔσβησε ἀπότομα μαζὶ μὲ τὰ γράμματα. “Τὴν πάτησα σὰν πρωτάρης”. Χτύπησε μὲ τὴν παλάμη του τὸ πίσω καπάκι τοῦ φακοῦ καὶ στὸ τέλος ἀποφάσισε ὅτι θὰ ἦταν πολὺ ἱκανοποιημένος ἂν αὐτὴ ἡ λεπτὴ δέσμη φωτὸς ποὺ μπόρεσε νὰ ἀποσπάσῃ ἀπὸ τὸ καταραμένο μαραφέτι του ἄντεχε γιὰ κανένα μισάωρο ἀκόμη. Ἔριξε μιὰ ματιὰ στοὺς φωσφορίζοντες δεῖκτες τοῦ ῥολογιοῦ του. “Σὲ πέντε λεπτά” μουρμούρισε μέσα ἀπὸ τὰ δόντια του. Ἅπλωσε τὸ χέρι του καὶ τὸ βούτξε μέσα στὴν θήκη κάτω ἀπὸ τὴν σηκωμένη σέλλα τῆς μοτοσυκλέττας του. Ὄταν τὸ ξανασήκωσε ἕνας μαῦρος χαρτοφύλακας κρεμόταν ἀπὸ τὰ δάχτυλά του. “Δέκα ἑκατομμύρια μπρίκια” μονολόγησε κι ἕνα πνιχτὸ γέλιο τρόμαξε τὴν κουκουβάγια ποὺ τόση ὥρα τὸν κοίταζε ἀπὸ τὸ ψηλὸ δέντρο μπροστά του. Μ’ἕνα φτερούγισμα τὸ ἁρπαχτικὸ τῆς νύχτας χάθηκε πίσω ἀπὸ τὸν μαντρότοιχο. Περίμενε λίγο ἀκόμη. Ξανακοίταξε σκεφτικὸς τοὺς δεῖκτες τοῦ ῥολογιοῦ του, σήκωσε τὸ πόδι του σ’ἕνα ἀμφίβολο βῆμα κι ὕστερα μετανοιωμένος ἄφησε τὴν βαλίτσα κάτω καὶ κατέβασε τὴν σέλλα στὴν θέσι της. “Καὶ τώρα οἱ δυό μας, Μπλέντ!” εἶπε ἁρπάζοντας τὴν βαλίτσα κι ἄρχισε νὰ βαδίζῃ μὲ γοργὰ βήματα πάνω στὸ λασπωμένο μονοπάτι. Μέσα στὴν ἀφέγγαρη νύχτα ὁ Ἄρσον ἔμοιαζε μὲ δαίμονα μεσαιωνικοῦ μύθου.


Καὶ δύο ποιηματάκια -τὸ δεύτερο παρῴδηση ἀγαπημένου τραγουδιοῦ:

Ἱπτάμενα βουβάλια καὶ ταράνδοι
τὰ λείψανα τοῦ Ἅγιου Γκράαλ κι ὁ Ντιντάχη
αὐτ’ εἶναι ὅλη κι ὅλη ἡ Νομανσλάνδη
χτισμένη σὲ βουνίσια ἀνεμοράχι.

Ὁ Ῥῆτζετ εἶναι γιὸς τοῦ Τσὶνγκ τοῦ πρώτου
κι ὁ Τάλατ Μπλέντ νικάει τὸν Κασπάρωφ,
ντυμένος μὲ Ῥὲντ Ἄι στολὴ πιλότου
προσεύχομαι στὸν Ἅγιο Σεραφεὶμ τοῦ Σάρωφ.

Τὸ φάντασμα τοῦ Σέβαν σὲ ταινία
τοῦ Ῥόμπερντ Φὸρντ μοῦ κόβει τὴν ἀνάσα,
καλύτερα φτωχὸς στὴν Ἀπονία

νὰ κούρδιζα τοῦ Μποχεμιὰν τὰ μπάσα,
παρὰ νὰ ζῶ φοβούμενος τὴν κάννη
ἀπὸ καναπουτσὰρ ποὺ στῆσαν* Τσαλντεᾶνοι.

*σὲ μερικὰ χειρόγραφα παραδίδεται ἡ γραφὴ στῦσαν


Θὰ μὲ δικάσῃ ὀ Κρισέικς κι ἡ Ἀηδώνη
μὰ στὴν Λιμέρα, Ἅγιο Γκράαλ μου χρυσό,
ὁ Μούτινγκ κι οἱ ὑπόλοιποι βαρῶνοι
θὰ φτάνουν σὲ βουβάλι φτερωτό.

Στὸν οὐρανὸ ποὺ κάναμε ταβάνι
κοιτᾶμε τῆς Ῥὲντ Ἄι τὰ φτερά,
κουρσάροι, Φράγκοι, Φράγκοι, Τσαλντεᾶνοι
μᾶς πούλησαν γιὰ γρόσια καὶ φλουριά.

Στὴν Ἀπονία γράφει τώρα ὁ Ντιντάχη
μὰ κεὶ στὸ Μόδο σ’ἕνα μύλο ἐρημικὸ
τὰ γράμματά της διάβαζε μονάχη
ἡ δύστυχη Μουλὲν μ’ἕνα φακό.

Παρασκευή 14 Ιανουαρίου 2011

EΓΚΛΗΜΑ ΣΤΗΝ ΝΟΜΑΝΣΛΑΝΔΗ Ἤ Η ΑΝΟΔΟΣ ΤΗΣ ΑΝΥΠΑΡΞΙΑΣ.

Δὲν ξέρω ἂν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κορνηλίου Καστοριάδη μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Κορνηλίου τοῦ Κορνηλιοδίκη ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητος ἐξελίχθηκε σὲ ἄνοδο τῆς ἀνυπαρξίας, αὐτὸ ποὺ ὅμως μπορῶ μετὰ βεβαιότητας νὰ πῶ εἶναι ὅτι κάτι ποὺ ξεκίνησε ἀρχικὰ ὡς ἀστεῖο τείνει νὰ λάβῃ τὶς διαστάσεις ἑνὸς διάστροφου ἐθισμοῦ ποὺ ἤδη ἀπασχολεῖ τὸ τρίτο κατὰ σειρὰν ἱστολόγιο. Ὁ λόγος φυσικὰ γιὰ τὴν Νομανσλάνδη, τὴν χώρα ποὺ δημιούργησαν -μᾶλλον ἀκουσίως- οἱ διάφοροι κατὰ καιροὺς ἀνεύθυνοι μεταφραστές, ὑποτιτλιστές, ἐπιμελητὲς (ὑπαρκτοὶ ἢ ἀνύπαρκτοι) καὶ τὴν ἀνακάλυψι τῆς ὁποίας ὀφείλουμε στὸν κ. Ν. Σαραντᾶκο, διαχειριστῆ τοῦ γνωστοῦ ἱστολογίου Οἱ λέξεις ἔχουν τὴν δική τους ἱστορία. Φαίνεται ὅμως πὼς τελικὰ τὴν δική της ἱστορία ἀπέκτησε καὶ ἡ Νομανσλάνδη, ἀφ'οὗ στὸ ληξιαρχεῖο της ἤδη ἔχουν ἐγγραφῇ μερικὲς ἀπὸ τὶς πιὸ αἰνιγματικὲς λογοτεχνικὲς καὶ κινηματογραφικὲς περσόνες ποὺ ἀξιώνουν πιὰ τὴν δική τους αὐθυπαρξία στὸ πάνθεο τῶν ἡρώων τῆς ἐσχάτως ἀναπτυσσόμενης διαδικτυακῆς μυθοπλασίας. Γιὰ τὸ πῶς γεννήθηκαν αὐτοὶ οἱ ἥρωες μπορεῖτε νὰ πάρετε μιὰ ἰδέα ἐδῶ, ἐδῶ καὶ ἐδῶ. Ἐκεῖ θὰ βρῆτε καὶ διάφορους ἄλλους σύνδεσμους γιὰ βαθύτερη ἐντρύφησι στὰ τῆς νεοΐδρυτης χώρας. Μιὰ εὐσύνοπτη παρουσίασι γιὰ ἀρχάριους παρατίθεται ἐδῶ ἐν ᾧ ἰδιαιτέρως κατατοπιστικὰ γιὰ ἐπίδοξους Νομασλανδολόγους εἶναι μᾶλλον καὶ τὰ ὅσα ἐγράφησαν καὶ σχολιάστηκαν ἐδῶ.

Μετὰ τὴν Ῥοδία ἀναδημοσιεύω (ὴ προδημοσιεύω ἄραγε;) κι ἐγὼ μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς περιπέτειες τοῦ Τὲν Μπάξ, ὅπως περιγράφονται στὸ ὑπὸ δημοσίευσι (λέμε τώρα) μυθιστόρημα "Ἔγκλημα στὴν Νομανσλάνδη". Ἡ πρώτη δημοσίευσι ἔγινε στὸ ἱστολόγιο τοῦ κ. Σαραντάκου ἀπὸ τὴν ἀφεντομουτσουνάρα μου κι ἐδῶ ἁπλῶς μπορεῖτε νὰ διαβάσετε τὴν συγκεντρωτικὴ ἔκδοσι τῶν μέχρι τώρα δημοσιευμένων ἀποσπασμάτων.

-Θὰ δικαστῇς γιὰ μειοδοσία ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν, γρύλλισε φανερὰ ἐξωργισμένος ὁ Τσαλντεᾶνος καὶ τὰ κρόσσια τῶν φανταχτερῶν ἐπωμίδων του πήγαιναν πέρα δῶθε καθὼς κουνοῦσε μὲ δύναμι τοὺς ὥμους του.
-Ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν! τραύλισε ψιθυριστὰ κάποιος ὑπολοχαγὸς δίπλα μου κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν δύστυχο πρίγκηπα Ῥῆτζεντ.
-Μᾶλλον τὴν ἔχει ἄσχημα, πρόσθεσα σκύβοντας στὸ ἀφτί του. Ποιός εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴν σειρὰ τῆς διαδοχῆς;




Ὁ ἐπιθεωρητὴς Τὲν Μπὰξ ξεφύλλιζε τὴν ἀτζέντα του ὅταν μιὰ καλοδεχούμενη αὔρα χάιδεψε τὸ πρόσωπό του. Κάποιος εἶχε ἀνοίξει τὴν βαριὰ ξύλινη πόρτα κι εἶχε κυριολεκτικὰ εἰσβάλει στὸ μικρὸ καφὲ φέρνοντας μαζί του κάτι ἀπὸ τὴν ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα τῶν δρόμων τῆς πόλεως. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” φώναξε μόλις κατάφερε νὰ δαμάσῃ τὸ λαχάνιασμά του, “γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐπιθεωρητά! Τί εἶναι πάλι αὐτό;”. Μόνο τότε ὁ ἐπιθεωρητὴς Μπὰξ παρατήρησε πὼς ὁ παράξενος νεραὸς κράδαινε μιὰ τσαλακωμένη ἐφημερίδα μὲ τὸ δεξί του χέρι. Ἄρχισε νὰ σκέφτεται ὅτι αὐτὸς ὁ ἀσουλούπωτος φωνακλᾶς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιὰ μπορεῖ τελικὰ καὶ νὰ μὴν έρχόταν κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ την διαδήλωσι, ὅπως ἀρχικὰ εἶχε ὑποθέσει μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ποὺ τοῦ ἔριξε. Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονταν ἀκόμη συνθήματα, ὅμως τίποτε στὰ μάτια τοῦ νεαροῦ δὲν πρόδιδε πρόσφατη ἐπαφὴ μὲ δακρυγόνα. “Κι ὅμως” συλλογιζόταν ὁ Μπάξ, “εἶμαι σίγουρος ὅτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἔχουν πέσει πολλὰ ἀπὸ δαῦτα”. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” οὔρλιαξε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ νεοφερμένος κι ὁ σερβιτόρος ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔδειχνε νὰ μὴ νοιάζεται καθόλου βγῆκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ μπὰρ καὶ μὲ μεγάλα ἀπειλητικὰ βήματα προχώρησε βουβὸς πρὸς τὴν μισάνοιχτη ἀκόμη πόρτα. “Ὁ πρίγκηπας Ῥῆτζεντ δικάζεται αὔριο ἀπὸ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντίν!” πρόλαβε νὰ πῇ τελικὰ ὁ σγουρομάλλης κι ἔπειτα, σὰν γιὰ νὰ κορυφώσῃ τὴν δραματικότητα τῆς σκηνὴς σωριάστηκε φαρδὺς πλατὺς μ’ὅλους τοὺς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε περίπου πόντους του στὰ πλακάκια τοῦ πατώματος. “Ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο!”μονολόγησε ἀμήχανα ὁ σερβιτόρος ἐν ᾦ ὁ πάντα ἀτάραχος Μπὰξ ἔσβηνε τὸ τσιγάρο του στὸ γυάλινο τασάκι τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀπὸ τὸ ἤχεῖο πίσω του οἱ πρῶτες νότες τῆς Ἐνάτης τοῦ Μποχεμιὰν διαδέχονταν μιὰ ὄχι καὶ πολὺ εὐχάριστη στ’ ἀφτιά του ἄρια ἀπὸ τὴν “Βασίλισσα τῶν Spades” .


Ὅτι ὁ καθηγητὴς Ῥεβιστὶνκτ εἶχε σ’ὅλη τὴν Νομανσλάνδη τὴν φήμη τοῦ δικηγόρου τῶν ἀδικημένων ἦταν κοινὴ γνῶσι ἀκόμη καὶ σὲ ξένους ὅπως ἐγώ. Ἐκεῖνος ὁ κοντόχοντρος συνταγματολόγος μὲ τὸ γκρίζο μουστάκι, τὰ ὁλοστρόγγυλα καὶ βαλμένα σὲ χρυσὸ σκελετὸ ματογυάλια του, τὶς μαῦρες τιράντες καὶ τὸ ἐμπριμέ παπιγιὸν ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας συγκρατοῦσε μιὰ συνεχῶς ἔτοιμη νὰ ξεχειλίσῃ πλαδαρὴ μᾶζα λαιμοῦ ἦταν γιὰ περισσότερες ἀπὸ τρεῖς δεκαετίες ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλων τῶν ἐπὶ πτυχίῳ φοιτητῶν τῆς Νομικῆς. Ἂν καὶ εἶχαν περάσει περισσότεροι ἀπὸ ἕξι μῆνες ἀπὸ τὸ τελευταῖο του μάθημα μέσα στὸ μεγάλο ἀμφιθέατρο τῆς Σχολῆς, ἕνα μάθημα ποὺ ὅπως μὲ διαβεβαίωνε σὲ κάθε εὐκαιρία ὁ Μπὰξ εἶχε προσελκύσει ὡρισμένα ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ὀνόματα τοῦ παγκόσμιου ἀκαδημαϊκοῦ στερεώματος ὅπως τὸν περιώνυμο δόκτορα Τάλαντ Μπλὲντ ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ καμμιὰ τριακοσαριὰ τίτλους δημοσιεύσεων μετροῦσε στὸ ἐνεργητικό του καὶ περισσότερα ἀπὸ 4 παγκόσμια πρωταθλήματα σκακιοῦ, ἐν τούτοις δὲν εἶχε πάψει ἀκόμη νὰ διατηρῇ τὸ δικό του γραφεῖο στὸ Πανεπιστήμιο. Ὄχι ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα βέβαια, ἦταν κάτι ποὺ ἐπιτρεπόταν σὲ ὅλους τοὺς ὁμότιμους, μόνο ποὺ ἐκεῖνοι εἶχαν παραιτηθῆ ἀπὸ τὸ τελευταῖο τους αὐτὸ δικαίωμα ἀναγνωρίζοντας τὰ τεράστια χωροταξικὰ προβλήματα τοῦ ὑπερτετρακοσιετοῦς ἱδρύματος. Οἱ κακὲς γλῶσσες πάντως δὲν εἶχαν σταματήσει ἀκόμη νὰ ὑπενθυμίζουν στοὺς πιὸ ἀνυποψίαστους ὅτι ἐν ᾧ ἡ συνταξιοδότησι τῶν ἄλλων καθηγητῶν συνωδευόταν ἀπὸ μιὰ ἐυγενικὴ ὑπόμνησι αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν προβλημάτων σύμφωνα μὲ μιὰ ἐθιμικὰ πιὰ παγιωμένη πρακτικὴ τῆς κοσμητείας, γιὰ τὸν καθηγητὴ Ῥεβιστὶνκτ τηρήθηκε μιὰ διακριτικὴ σιωπή. “Σίγουρα οἱ σχέσεις τοῦ καθηγητῆ μὲ τὸν πρίγκηπα Ῥῆτζεντ μέτρησαν” εἶπε ὁ Μπὰξ καὶ μοῦ ‘κλεισε μὲ νόημα τὸ μάτι καθὼς ἀνεβαίναμε τὰ σκαλιά. Ὁ ὅροφος μὲ τὰ γραφεῖα τῶν καθηγητῶν ἔμοιαζε περισσότερο μ’ἕναν μακρὺ διάδρομο γεμᾶτο μὲ πόρτες σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς πλευρές του. “Καὶ πῶς θὰ βροῦμε τώρα τὸ γραφεῖο τοῦ Ῥεβιστίνκτ;” ῥώτησα λαχανιασμένος ὅταν μὲ τρόμο σχεδὸν διαπίστωσα ὅτι στὶς πόρτες δὲν ὑπῆρχε κανενὸς εἴδους ἀρίθμησι. “Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο εὔκολο” ἀποκρίθηκε ὁ Μπὰξ καὶ χαμογέλασε ἰσιώνοντας τὸ καπέλο του. “Στὸ ἐξωτερικὸ ὑπέρθυρο τοῦ γραφείου του θὰ δῇς ἕνα μεγάλο πορτραῖτο τοῦ Μπασὲν ντὲ Λάντρ”. Ἤθελα νὰ ῥωτήσω πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ πορταῖτο νὰ βρίσκεται ἀκόμη στὴν θέσι του, μὰ γρήγορα θυμήθηκα πὼς δὲν βρισκόμουν πιὰ στὴν Ἑλλάδα κι ἔτσι ἀρκέστηκα μόνο νὰ ἐκφράσω τὴν δεύτερη ἀπορία μου: “Γιατί εἰδικὰ τοῦ Κόμητος ντὲ Λὰντρ;”. Ἀλλὰ ἀντὶ γι’ἀπάντησι ὁ Μπὰξ ἄφησε ἕναν σιγανὸ ἀναστεναγμὸ νὰ δραπετεύσῃ ἀπὸ τὰ ξεραμένα του χείλη καὶ μοῦ ‘κανε νόημα νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου.


Ἀλήθεια, Τέν”, εἶπα στὸν Μπὰξ μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο ποτήρι ουΐσκι, “ποτὲ δὲν μοῦ μίλησες γιὰ τὸ ὄνομά σου”. Ὕστερα ἀπὸ τὴν δολοφονία τοῦ Γιάζντι εἴχαμε κι οἱ δυὸ ἀνάγκη νὰ ξεφεύγουμε ποῦ καὶ ποῦ ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ πίεσι τῶν γεγονότων ἀποφεύγοντας συστηματικὰ νὰ μιλήσουμε γι’αὐτὰ καὶ μεταθέτοντας μὲ μιὰ σιωπηρὴ συμφωνία τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ μερικὰ πιὸ ἀνώδυνα -καὶ λίγο πιὸ προσωπικά- ζητήματα. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πολωνοῦ ὁδηγοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ χρόνια μὲ συνώδευε στὶς πιὸ δύσκολες ἀπὸ τὶς δημοσιογραφικές μου ἀποστολές, νεκροῦ μέσα στὸ τεθωρακισμένο αὐτοκίνητο ποὺ μοῦ εἶχε παραχωρηθῇ ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος καὶ μὲ μιὰ σφαῖρα φυτεμένη στὸν δεξιό του κρόταφο δἐν ἔλεγε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ μυαλό μου. “Ὁ πατέρας μου” τραύλισε ὁ Μπὰξ καὶ μιὰ ὑπογάλαζη τολύπη καπνοῦ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του ἔμεινε νὰ ἑνώνῃ τὴν μεταξύ μας ἀπόστασι σὰν τροχιοδεικτικὸ τῶν μισοσβημένων του λέξεων, “ὁ πατέρας μου εἶχε τὴν ἴδια σκοτεινιὰ στὸ βλέμμα του”. Δὲν χρειάστηκε νὰ μοῦ πῇ περισσότερα. Κατάλαβα ἀμέσως ὅτι μιλοῦσε γιὰ τὴν σλάβικη μελαγχολία τῶν ματιῶν τοῦ Γιάζντι, αὐτὴ ποὺ ἔμελλε νὰ σκεπάσῃ τελικὰ τὸ πρόσωπό του σὰν νεκρικὴ μάσκα. “Τέν” προσπάθησα νὰ τοῦ πῶ, ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲ διέκοψε ἀπότομα μ’ἕνα του νεῦμα. Ξανάβαλε ποτὸ ἀφήνοντας τὴν ἀπόστασι ἀνάμεσα στὸν πάτο τοῦ ποτηριοῦ του καὶ στὴν ὑγρὴ ἐπιφάνεια τοῦ περιεχομένου του νὰ μεγαλώσῃ ἐπικίνδυνα. “Ὁ πατέρας μου ἀγαποῦσε πολὺ τὸ θέατρο, Τσέτσνια” εἶπε τελικὰ καὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἡ στάθμη τοῦ ποτηριοῦ του ἔπεσε στὸ μισό. “Λάτρευε νὰ βλέπῃ ξανὰ καὶ ξανὰ ἐπὶ χρόνια τὴν ἴδια παράστασι, κάθε χρόνο μὲ ἄλλους ἠθοποιούς καὶ κάθε φορὰ εὕρισκε κάτι καινούργιο νὰ πῇ”. Σταμάτησε λίγο προσπαθῶντας μάταια νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησί του. Ἴσως νἄθελε ν’ἀποφύγῃ κάποιο σπάσιμο τῆς φωνῆς. ” Θυμᾶμαι πόσο πολὺ ἐνθουσιαζόταν καὶ πῶς μιλοῦσε συνέχεια γι’αὐτό”. “Γιὰ ποιό ἔργο μιλᾷς Τέν;” ῥώτησα χωρὶς νὰ σταματήσω στιγμὴ νὰ κοιτάζω τὴν Μουλὲν ποὺ χαμογελοῦσε μὲ ἐνοχλητικὴ εἰλικρίνεια σὲ κάποιον μελαμψὸ νεαρὸ ἀπὸ τὴν παρέα τοῦ τραπεζιοῦ της. “Γιὰ τὸν Γυάλινο Κόσμο μιλάω Τσέσνια” ἀπάντησε ὁ Μπὰξ καθὼς ἕνας ἄλλος νεαρός ἀπὸ τὸ παραδίπλα τραπέζι -ξανθὸς αὐτός- εἰσέπραττε τὸ ψυχρὸ βλέμμα τῆς ἐντυπωσιακὰ χτενισμένης συνοδοῦ του ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὶς δικές του κλεφτὲς ματιὲς στὴν Μουλέν. “Τὸ πραγματικό μου ὄνομα εἶναι Τενεσί, Τσέσνια” συνέχιζε ὁ Μπάξ, “ἀπὸ τὸν Τενεσὶ Οὐίλλιαμς”. Ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες ἡ πληροφορία αὐτὴ θὰ εἶχε προκαλέσει ἕνα κῦμα εἰρωνικοῦ γέλωτος ἀπὸ μεριᾶς μου, ὅμως τώρα ὁ μελαμψὸς νέος ἔπιανε τὸ χέρι τῆς Μουλέν κι αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἐγκρίνω.