Σάββατο 16 Οκτωβρίου 2010

Σουφφῆνος

Παρουσιάζω τὴν δεύτερη μου μετάφρασι, αὐτὴ τοῦ ποιήματος 22 τοῦ Κατούλλου. Γιὰ τὸ μέτρο ἰσχύουν τὰ ὅσα εἰπώθηκαν καὶ γιὰ τὸ προηγούμενο ποίημα, ὅμως ἐδῶ ἐλάττωσα κατὰ 1 στίχο τὴν ἔκτασι τοῦ ποιήματος συμπτύσσοντας κάπου τὸ νόημα δύο στίχων σ'ἕνα μόνο. Τὸ πρωτότυπο μὲ ἀγγλικὴ μετάφρασι μπορεῖτε νὰ τὸ βρῆτε ἐδῶ: http://www.vroma.org/~hwalker/VRomaCatullus/022.html

Ἰσχύουν τὰ ὅσα ἤδη εἶπα περὶ κριτικῆς. Θὰ διαπιστώσετε ἔτσι κι ἀλλιῶς πὼς καὶ τὸ ποίημα εἶναι κριτική, σκληρὴ μάλιστα!

Αὐτὸς ποὺ γνώρισες καλά, ὦ Βάρε, ὁ Σουφφῆνος
μοιάζει ἀστεῖος καὶ κομψὸς κι εἶναι στοὺς τρόπους φίνος,
στίχους ἀμόλησε πολλούς, τὸν ἀριθμό τους χάνω
δέκα χιλιάδες ἔφτασε καὶ κάτι παραπάνω
κι ὄχι σὲ παλιοτέφτερα παλίμψηστα ὅπως ἄλλοι
μὰ σ'ὁλοκαίνουργιο χαρτὶ βιβλίων μὲ σκυτάλη
μέσα σὲ θήκη μὲ λουριὰ στὸ κόκκινο τὸ χρῶμα
σὲ φύλλα ποὺ λειάνθηκαν μὲ κίσσηρι κι ἀκόμα
μὲ χαραγμένες τὶς γραμμές. Ἂν ὅμως τοὺς διαβάσῃς
γιδαρμεχτὴς θὰ σοῦ φανῇ, σκαφτιᾶς καὶ θὰ τὰ χάσῃς.
Τέτοια μεγάλη ἀλλαγὴ κι ἀπόστασι τὸν τρώει
κι ἂν μοῦ ζητᾷς τὴν γνώμη μου γι'αὐτὸν τὸν δῆθεν γόη
ἢ ὅ,τι ὁμορφότερο φαντάζει στὸ σινάφι
ἐτοῦτος εἶναι πιὸ τραχὺς κι ἀπὸ ξερὸ χωράφι
κι ἂς χαίρεται ὅταν στιχουργῇ καὶ ἂς πετᾷ στὰ νέφη,
τόσο μεγάλο θαυμασμὸ στὸν ἑαυτό του τρέφει!
Δὲν εἶναι διόλου ν'ἀπορῇς, αὐτὸ δὲν μᾶς ἀφήνει:
κοινὸ τὸ λάθος κι ὅλοι μας γινόμαστε Σουφφῆνοι,
ἡ πλάνη σου τὸν διπλανὸ τὸν ξεγελᾷ ἐξίσου,
τὸν ἴδιο σάκκο κουβαλᾷς στὴν πλάτη σου, θυμήσου!

Κυριακή 10 Οκτωβρίου 2010

Miser Catulle

Μετὰ ἀπὸ πολύμηνο δικαιοστάσιο τὸ Κορνηλιοδικεῖο ἐπανασυγκροτεῖται, ἄγνωστο καὶ πάλι γιὰ πόσο, αὐτὴν τὴν φορὰ ὄχι γιὰ νὰ στείλῃ κανένα θολοκουλτουριάρη στὰ σκοτεινὰ καὶ ὑγρὰ κελλιὰ τῆς Βαστίλλης, ἀλλὰ γιὰ νὰ παρουσιάσῃ τὴν πρώτη δειλή, ἐρασιτεχνικὴ καὶ ἴσως εὔτρωτη στὴν κριτικὴ μεταφραστικὴ ἀπόπειρα τοῦ προέδρου του. Πρόκειται γιὰ δύο ποίηματα τοῦ Κατούλλου. Σήμερα παρουσιάζω τὸ ποίημα ὑπ' ἀρίθμ 8. Τὸ λατινικὸ πρωτότυπο θὰ τὸ βρῆτε μαζὶ μὲ ἀγγλικὴ μετάφρασι ἐδῶ: http://www.vroma.org/~hwalker/VRomaCatullus/008.html.

Ἡ μετάφρασί μου διατήρεῖ τὸν ἀριθμὸ τῶν στίχων τοῦ πρωτοτύπου ποὺ εἶναι μονός (19). Ὡστόσο λόγῳ τῆς σχετικῆς πολυσυλλαβίας τῆς νεοελληνικῆς χρησιμοποιῶ τὸν ἰαμβικὸ δεκαπεντασύλλαβο (τὸ πρωτότυπο εἶναι γραμμένο σὲ χωλίαμβο μὲ σταθερὸ ἀριθμὸ 12 συλλαβῶν ἀνὰ στίχο). Ἐπειδὴ ἐπέλεξα τὴν ζευγαρωτὴ ὁμοιοκαταληξία ἀναγκάστηκα νὰ καταφύγω στὴν τριπλῆ ῥίμα γιὰ τοὺς τελευταίους στίχους τοῦ ποιήματος μὴ θέλοντας νὰ προδώσω τὸν ἀριθμὸ τῶν στίχων τοῦ πρωτοτύπου.

Ἡ κριτική, ὅσο σκληρότερη τόσο επιθυμητότερη.


Δυστυχισμένε Κάτουλλε, τὶς σαχλαμάρες πάψε
κι ὅ,τι θαρρεῖς πὼς χάθηκε μὲ τὰ θαμμένα θάψε,
κάποτε φέξανε λαμπρὰ γιὰ σένα μεσημέρια
στὰ μέρη ποὺ σὲ τράβαγαν τῆς κοπελιᾶς τὰ χέρια,
ἐκείνης ποὺ ἀγαπήθηκε ὅσο καμμιὰ ἀπὸ σένα
καὶ τότε ἐκεῖ γινόντουσαν πολλὰ χαριτωμένα,
κι ἐσὺ τὰ γύρευες κι αὐτὴ δὲν εἶχε ἀντιρρήσεις,
στ'ἀλήθεια μέρες φωτεινὲς εύτύχησες νὰ ζήσῃς!
Τώρα δὲν θέλει ἐκείνη πιά, μὰ σὺ πῶς νὰ μὴ θέλῃς;
Μὴ ζήσῃς ὅμως μίζερα στὴν ἄγρα μιᾶς νεφέλης,
γίνε σκληρός, ἀσάλευτος ὁ νοῦς σου νὰ ὑπομένῃ
γειά σου χαρά σου κοπελιά, ὁ Κάτουλλος σκληραίνει,
οὔτε ξανὰ θὰ σὲ ζητᾷ στὸ μέλλον μὲ τὸ ζόρι,
σὺ θὰ πονᾷς ποὺ ἀζήτητη θὰ μένῃς ἀπὸ ἀγόρι.
κακούργα, ἀλιά σου, ποιά ζωὴ σοῦ μένει τώρα νέα;
Ποιός θὲς σιμά σου νά 'ρχεται, ποὸς θὰ σὲ βλέπῃ ὡραία;
Ποιὸν θ'ἀγαπήσῃς καὶ ποιανοῦ θὰ ποῦν ὅτ' εἶσαι φίλη;
Ποιόν θὰ φιλᾷς καὶ ποιοῦ θὰ τρῶς μὲ δαγκωνιὲς τὰ χείλη;
Κάτουλλε, ἐσὺ στὸ ὕψος σου, ἀκλόνητος σὰν στήλη!

Τρίτη 2 Φεβρουαρίου 2010

ΛΕΞΙΚΟn ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΟΡΘΟΤΗΤΟΣ Α

ἔγχρωμος = μαῦρος

Ἐξ εὐωνύμων κεῖται ἡ πολιτικῶς ὀρθὴ λέξις, ἡ δὲ ἀπηγορευμένη ἐκ δεξιῶν. Βάσει τῆς ἄνωθεν ἐξισώσεως καλεῖται ὁ πολιτικῶς ὀρθὸς δόκιμος χειριστὴς τοῦ τε γραπτοῦ καὶ προφορικοῦ λόγου ὅπως συμμορφωθῇ πρὸς τὸν νέον αὐτὸν κανόνα ἐπιβάλλοντα ἀποκλειστικῶς τὴν χρῆσιν τοῦ ὅρου «ἔγχρωμος» ἀντὶ τοῦ εἰωθότος «μαῦρος» ἢ τοῦ ἐπὶ τὸ ἀρχαϊκώτερον «μέλας» ἀνηκόντων πλέον ἀμφοτέρων σὺν πᾶσι τοῖς ἐξ αὐτῶν συντεθειμέναις λέξεσιν εὶς τὸν κατάλογον τῶν ἀδοκίμων καὶ μὴ ἀποδεκτῶν ὅρων.



Ὅθεν αἱ χῆραι οὐκέτι μελανοφοροῦσαι ἀλλ᾽ ἐγχρωμοφοροῦσαι τουτέστιν πεποικιλμένοις ἐνδύμασι πενθοῦν τὸν ἀποβιώσαντα σύζυγον, τὸ δὲ ἔκπαλαι δημοφιλὲς σύνθημα «μαῦρον εἰς τὸν Μαυρογυαλοῦρον» ἀπευθυνόμενον πρὸς τοὺς ἑκάστοτε καὶ ἑκασταχοῦ πολιτικοὺς ἀγύρτας ὑπὸ τῶν ἐν ἀγανακτήσει τελούντων ψηφοφόρων δἐον ὅπως συμμορφούμενον ἐφ᾽ ἑξῆς πρὸς τὰς συγχρόνους ἐπιταγὰς τῆς πολιτικῆς ὀρθότητος ἀλλαγῇ εὶς «ἔγχρωμον εἰς τὸν Ἐγχρωμογυαλοῦρον» προτρέπον οὕτω τοὺς διαμαρτυρομένους πολίτας χαρτοπόλεμον ἀντὶ φασκέλων ὅπως ῥίπτωσι εἰς τοὺς πολιτικάντας. Προσέτι ἡ εἰθισμένη παρὰ τοῖς πωληταῖς ξηρῶν καρπῶν διάκρισις τῶν κολοκυνθοσπόρων ἀπὸ τῶν ἡλιοσπόρων διὰ τῆς ἀποκλήσεως τῶν μὲν ὡς λευκῶν, τῶν δὲ ὡς «μαύρων» κρίνεται ἀπὸ τοῦδε καταργητέα ὑπὲρ νεωτέρας διακρινούσης πλέον τοὺς λευκοὺς σπόρους ἀπὸ τῶν ἐγχρώμων. Ὡσαύτως καὶ ἡ διάκρισις τῶν ἀσπρομαύρων κινηματογραφικῶν ταινιῶν ἀπὸ τῶν ἐγχρώμων ἐγκαταλείπεται ὡς παρῳχημένη ἵνα λάβῃ τὴν θέσιν αὐτῆς συγχρονωτέρα τοιαύτη διαχωρίζουσα τὰς ἐγχρώμους ταινίας ἀπὸ τῶν λευκεγχρώμων.


Συμφώνως πρὸς τὴν ὁποίαν ἠκολουθήσαμεν λογικὴν ἀτραπὸν ὁ τοῦ Ῥαγκαβῆ πασίγνωστος στίχος «μαύρη εἶν᾽ ἡ νύχτα στὰ βουνὰ» τρέπεται εὶς τὸν «ἔγχρωμος εἶναι ἡ νὺξ εἰς τὰ ὄρη» ὡς ἂν περὶ πολικῆς ἐγίνετο λόγος νυκτὸς ὑπὸ τοῦ βορείου σέλαος καταυγαζομένης ὅθεν καὶ ὁ τελευταίος τοὺ ποιήματος στίχος συντρέπεται ἀπὸ τοῦ «ἐλεύθερος ὁ Ἕλλην ζῇ κι ἐλεύθερος πεθαίνει» εἰς τὸν «ἐλεύθερος ὁ Λάπων ζῇ κι ἐλεύθερος πεθαίνει». Ἄλλη τις περίπτωσις θέλουσα τὸν πρῶτον τοῦ ποιηματίου στίχον περιγράφοντα τὸ φάσμα της ἴριδος ἐν μέσῃ τῇ νυκτὶ φαινόμενον ἀπορρίπτεται ὡς οὔπω ὑπὸ τῆς κοινῆς περὶ τὰ μετεωρολογικὰ ἐμπειρίας ἐπιβεβειωθεῖσα. Συνελόντι εἰπεῖν αἱ ἐπὶ τοῦ νέου κανόνος ἐρειδόμεναι ἀλλαγαὶ μόνον εὶς τοὺς δαλτωνικοὺς δύνανται νὰ μείνωσι ἀπαρατήρητοι, εἰς δὲ τοὺς ὁρῶντας ἀκέραιον τὸ ῥιπίδιον τῆς ἐν τῷ φυσικῷ περιβάλλοντι χρωματικῆς κλίμακος σύγχυσιν μᾶλλον ἢ διευκόλυνσιν ἤθελον προκαλέσει.
(ἀκολουθεῖ)