Μὲ τὴν εὐκαιρία κάποιων φημῶν ποὺ θέλουν τὸ ΠΑ.ΣΟ.Κ.νὰ μετακομίζῃ στὴν Συγγροῦ (ἤδη φιλοξενοῦσα τὴν Ν.Δ.) λόγῳ τῆς ἀδυναμίας του νὰ ἀντεπεξέλθῃ στὰ ὑψηλὰ μισθώματα ποὺ ἀπαιτοῦνται γιὰ τὴν διατήρησι τῶν γραφείων του στὴν Ἱπποκράτους μοῦ ἦρθε στὸ μυαλὸ ἡ ἁμαρτωλὴ ἐκείνη μὰ καὶ ὑπέροχη μπαλλάντα τοῦ Ἠλία Λάγιου. Σκέφτηκα λοιπὸν νὰ διατηρήσω τὶς ῥίμες της (συνήθως αὐτὸ δίνει σχετικὰ ἄκομψο ἀποτέλεσμα ἰδιαίτερα ὅταν ἐπιχειρῆται ἀπὸ ἀτάλαντους δημιουργοὺς ὅπως ὁ γράφων) καὶ νὰ τὴν μετατρέψω στὴν "Μπαλλάντα τῶν κομμάτων τοῦ παλιοῦ καιροῦ". Ποιός ξέρει; Ἂν οἱ φῆμες ἀληθεύουν ἡ συγκατοίκησι τῶν δύο κομμάτων ἴσως καὶ νὰ παύσῃ νὰ εἶναι ἁπλῶς καὶ μόνο κυβερνητική.
Ποῦ νἆναι καὶ τι νἄχουν ἀπογίνει
τὰ μπλὲ καὶ πράσινα τὰ πεφταστέρια;
Τὶς νύχτες μοῦ στεροῦσαν τὴν γαλήνη,
τροπολογίες μὲς στὰ καλοκαίρια,
μὲ ψήφους τὰ ῥουσφέτια ἀγορασμένα.
Γιὰ σᾶς εἶχε ἡ ὀργή μου ξεχειλίσει,
στὶς κάλπες ὦ σᾶς εἶχα ἐγὼ μαυρίσει,
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.
Ὁ γλυκύτατος Ἄκης ἀπὸ σπίτι,
μὲ λάμψι ἀριστοκράτη ζωντοχήρου,
ὁ Μαντέλης ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Μπεγλίτη
κι ὁ Μαγγίνας σ’ἐνατένισι τοῦ ἀπείρου·
ἀκρίδες, τρωκτικὰ ἐκπαιδευμένα,
διψοῦσε ἡ μουτσούνα τους γιὰ ὀθόνη,
πρασινογάλαζη ἔστηναν ἀγχόνη
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.
Τι ν’ἀπόγινεν ἡ Ἄννα τ’ἀηδονάκι
ποὺ μίλαγε τὰ ἐγγλέζικα καθάρια,
τῆς Πάλλη-Πετραλιᾶ τὸ ταγεράκι
ποὺ ἔλαμπε σὰν δώδεκα φεγγάρια·
Ντόρα, Φώφη, ὦ τζάκια τιμημένα,
ποὺ εἴχατε αἰσχρὰ ψηφοθηρίσει;
Ἀπλήρωτο τὸ νοῖκι ἔχουν ἀφήσει
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.
Πρίγκηψ, ἂν κάπως ἀγαπᾶτε ἐμένα
καὶ θέλετε τὴν ψῆφο μου, ἐλᾶτε
καὶ κόψτε ἀπὸ τὴν ῥίζα –μὴ κοτᾶτε–
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.
Ποῦ νἆναι καὶ τι νἄχουν ἀπογίνει
τὰ μπλὲ καὶ πράσινα τὰ πεφταστέρια;
Τὶς νύχτες μοῦ στεροῦσαν τὴν γαλήνη,
τροπολογίες μὲς στὰ καλοκαίρια,
μὲ ψήφους τὰ ῥουσφέτια ἀγορασμένα.
Γιὰ σᾶς εἶχε ἡ ὀργή μου ξεχειλίσει,
στὶς κάλπες ὦ σᾶς εἶχα ἐγὼ μαυρίσει,
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.
Ὁ γλυκύτατος Ἄκης ἀπὸ σπίτι,
μὲ λάμψι ἀριστοκράτη ζωντοχήρου,
ὁ Μαντέλης ἀγκαλιὰ μὲ τὸν Μπεγλίτη
κι ὁ Μαγγίνας σ’ἐνατένισι τοῦ ἀπείρου·
ἀκρίδες, τρωκτικὰ ἐκπαιδευμένα,
διψοῦσε ἡ μουτσούνα τους γιὰ ὀθόνη,
πρασινογάλαζη ἔστηναν ἀγχόνη
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.
Τι ν’ἀπόγινεν ἡ Ἄννα τ’ἀηδονάκι
ποὺ μίλαγε τὰ ἐγγλέζικα καθάρια,
τῆς Πάλλη-Πετραλιᾶ τὸ ταγεράκι
ποὺ ἔλαμπε σὰν δώδεκα φεγγάρια·
Ντόρα, Φώφη, ὦ τζάκια τιμημένα,
ποὺ εἴχατε αἰσχρὰ ψηφοθηρίσει;
Ἀπλήρωτο τὸ νοῖκι ἔχουν ἀφήσει
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.
Πρίγκηψ, ἂν κάπως ἀγαπᾶτε ἐμένα
καὶ θέλετε τὴν ψῆφο μου, ἐλᾶτε
καὶ κόψτε ἀπὸ τὴν ῥίζα –μὴ κοτᾶτε–
τῆς Συγγροῦ τὰ κλωνάρια τ’ἀνθισμένα.