θὲ ν' ἁπλωνόταν τῆς νυχτὸς κι ἡ Κλυταιμνήστρα
τ' ἀνόσιο τελοῦσε ὑπὸ τὸ σεληνόφως
φριχτό της φονικό. Θ' ἀντήχησαν τὰ σεῖστρα
πιὸ πέρα τῆς θεᾶς σὰ γροίκησεν ὁ λόφος
τῶν Μυκηνῶν κραυγὲς χαρᾶς ποὺ ἀντροθερίστρα
βασίλισσα σκορπᾷ. Τοῦ Ἄργους θεοτρόφος
ὁ κάμπος πιὸ σφιχτὰ κρατάει τὴν Ὑπερμνήστρα
στὰ σπλάχνα του βαθιά, μὴ τρανταχτῇ ἀπ' τὸ μνῆμα
στὰ σπλάχνα του βαθιά, μὴ τρανταχτῇ ἀπ' τὸ μνῆμα
τὸ λείψανο τῆς τίμιας γυναικός. Μὰ δίνουν
οἱ σταλακτίτες τ' οὐρανοῦ ψηλάθε σῆμα
κι ἐν ᾦ τὰ πρῶτα ῥεῖθρα τῆς αὐγῆς θὰ χύνουν
κι ἐν ᾦ τὰ πρῶτα ῥεῖθρα τῆς αὐγῆς θὰ χύνουν
μὲ φῶς ἀνάγλυφα λευκὸ στὴ γῆ τὴ μέρα
ἐκδίκησι ἄρρωστη σαρώνει τὸν ἀγέρα.