Δὲν ξέρω ἂν ἀπὸ τὴν ἐποχὴ τοῦ Κορνηλίου Καστοριάδη μέχρι τὴν ἐποχὴ τοῦ Κορνηλίου τοῦ Κορνηλιοδίκη ἡ ἄνοδος τῆς ἀσημαντότητος ἐξελίχθηκε σὲ ἄνοδο τῆς ἀνυπαρξίας, αὐτὸ ποὺ ὅμως μπορῶ μετὰ βεβαιότητας νὰ πῶ εἶναι ὅτι κάτι ποὺ ξεκίνησε ἀρχικὰ ὡς ἀστεῖο τείνει νὰ λάβῃ τὶς διαστάσεις ἑνὸς διάστροφου ἐθισμοῦ ποὺ ἤδη ἀπασχολεῖ τὸ τρίτο κατὰ σειρὰν ἱστολόγιο. Ὁ λόγος φυσικὰ γιὰ τὴν Νομανσλάνδη, τὴν χώρα ποὺ δημιούργησαν -μᾶλλον ἀκουσίως- οἱ διάφοροι κατὰ καιροὺς ἀνεύθυνοι μεταφραστές, ὑποτιτλιστές, ἐπιμελητὲς (ὑπαρκτοὶ ἢ ἀνύπαρκτοι) καὶ τὴν ἀνακάλυψι τῆς ὁποίας ὀφείλουμε στὸν κ. Ν. Σαραντᾶκο, διαχειριστῆ τοῦ γνωστοῦ ἱστολογίου
Οἱ λέξεις ἔχουν τὴν δική τους ἱστορία. Φαίνεται ὅμως πὼς τελικὰ τὴν δική της ἱστορία ἀπέκτησε καὶ ἡ Νομανσλάνδη, ἀφ'οὗ στὸ ληξιαρχεῖο της ἤδη ἔχουν ἐγγραφῇ μερικὲς ἀπὸ τὶς πιὸ αἰνιγματικὲς λογοτεχνικὲς καὶ κινηματογραφικὲς περσόνες ποὺ ἀξιώνουν πιὰ τὴν δική τους αὐθυπαρξία στὸ πάνθεο τῶν ἡρώων τῆς ἐσχάτως ἀναπτυσσόμενης διαδικτυακῆς μυθοπλασίας. Γιὰ τὸ πῶς γεννήθηκαν αὐτοὶ οἱ ἥρωες μπορεῖτε νὰ πάρετε μιὰ ἰδέα
ἐδῶ,
ἐδῶ καὶ
ἐδῶ. Ἐκεῖ θὰ βρῆτε καὶ διάφορους ἄλλους σύνδεσμους γιὰ βαθύτερη ἐντρύφησι στὰ τῆς νεοΐδρυτης χώρας. Μιὰ εὐσύνοπτη παρουσίασι γιὰ ἀρχάριους παρατίθεται
ἐδῶ ἐν ᾧ ἰδιαιτέρως κατατοπιστικὰ γιὰ ἐπίδοξους Νομασλανδολόγους εἶναι μᾶλλον καὶ τὰ ὅσα ἐγράφησαν καὶ σχολιάστηκαν
ἐδῶ.
Μετὰ τὴν
Ῥοδία ἀναδημοσιεύω (ὴ προδημοσιεύω ἄραγε;) κι ἐγὼ μερικὰ ἀποσπάσματα ἀπὸ τὶς περιπέτειες τοῦ Τὲν Μπάξ, ὅπως περιγράφονται στὸ ὑπὸ δημοσίευσι (λέμε τώρα) μυθιστόρημα "Ἔγκλημα στὴν Νομανσλάνδη". Ἡ πρώτη δημοσίευσι ἔγινε στὸ ἱστολόγιο τοῦ κ. Σαραντάκου ἀπὸ τὴν ἀφεντομουτσουνάρα μου κι ἐδῶ ἁπλῶς μπορεῖτε νὰ διαβάσετε τὴν συγκεντρωτικὴ ἔκδοσι τῶν μέχρι τώρα δημοσιευμένων ἀποσπασμάτων.
-Θὰ δικαστῇς γιὰ μειοδοσία ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν, γρύλλισε φανερὰ ἐξωργισμένος ὁ Τσαλντεᾶνος καὶ τὰ κρόσσια τῶν φανταχτερῶν ἐπωμίδων του πήγαιναν πέρα δῶθε καθὼς κουνοῦσε μὲ δύναμι τοὺς ὥμους του.
-Ἀπὸ τὸ Συμβούλιο τοῦ Ντίν! τραύλισε ψιθυριστὰ κάποιος ὑπολοχαγὸς δίπλα μου κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸν δύστυχο πρίγκηπα Ῥῆτζεντ.
-Μᾶλλον τὴν ἔχει ἄσχημα, πρόσθεσα σκύβοντας στὸ ἀφτί του. Ποιός εἶναι ὁ ἑπόμενος στὴν σειρὰ τῆς διαδοχῆς;
Ὁ ἐπιθεωρητὴς Τὲν Μπὰξ ξεφύλλιζε τὴν ἀτζέντα του ὅταν μιὰ καλοδεχούμενη αὔρα χάιδεψε τὸ πρόσωπό του. Κάποιος εἶχε ἀνοίξει τὴν βαριὰ ξύλινη πόρτα κι εἶχε κυριολεκτικὰ εἰσβάλει στὸ μικρὸ καφὲ φέρνοντας μαζί του κάτι ἀπὸ τὴν ἠλεκτρισμένη ἀτμόσφαιρα τῶν δρόμων τῆς πόλεως. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” φώναξε μόλις κατάφερε νὰ δαμάσῃ τὸ λαχάνιασμά του, “γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐπιθεωρητά! Τί εἶναι πάλι αὐτό;”. Μόνο τότε ὁ ἐπιθεωρητὴς Μπὰξ παρατήρησε πὼς ὁ παράξενος νεραὸς κράδαινε μιὰ τσαλακωμένη ἐφημερίδα μὲ τὸ δεξί του χέρι. Ἄρχισε νὰ σκέφτεται ὅτι αὐτὸς ὁ ἀσουλούπωτος φωνακλᾶς μὲ τὰ σγουρὰ μαλλιὰ μπορεῖ τελικὰ καὶ νὰ μὴν έρχόταν κατ’ εὐθεῖαν ἀπὸ την διαδήλωσι, ὅπως ἀρχικὰ εἶχε ὑποθέσει μὲ τὴν πρώτη ματιὰ ποὺ τοῦ ἔριξε. Ἀπὸ μακρυὰ ἀκούγονταν ἀκόμη συνθήματα, ὅμως τίποτε στὰ μάτια τοῦ νεαροῦ δὲν πρόδιδε πρόσφατη ἐπαφὴ μὲ δακρυγόνα. “Κι ὅμως” συλλογιζόταν ὁ Μπάξ, “εἶμαι σίγουρος ὅτι ἀπὸ τὸ πρωὶ ἔχουν πέσει πολλὰ ἀπὸ δαῦτα”. “Γιὰ ὄνομα τοῦ Θεοῦ!” οὔρλιαξε γιὰ τρίτη φορὰ ὁ νεοφερμένος κι ὁ σερβιτόρος ποὺ ὡς ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔδειχνε νὰ μὴ νοιάζεται καθόλου βγῆκε ξαφνικὰ ἀπὸ τὸ μπὰρ καὶ μὲ μεγάλα ἀπειλητικὰ βήματα προχώρησε βουβὸς πρὸς τὴν μισάνοιχτη ἀκόμη πόρτα. “Ὁ πρίγκηπας Ῥῆτζεντ δικάζεται αὔριο ἀπὸ τὸ συμβούλιο τοῦ Ντίν!” πρόλαβε νὰ πῇ τελικὰ ὁ σγουρομάλλης κι ἔπειτα, σὰν γιὰ νὰ κορυφώσῃ τὴν δραματικότητα τῆς σκηνὴς σωριάστηκε φαρδὺς πλατὺς μ’ὅλους τοὺς ἑκατὸν ὀγδόντα πέντε περίπου πόντους του στὰ πλακάκια τοῦ πατώματος. “Ἄλλο πάλι καὶ τοῦτο!”μονολόγησε ἀμήχανα ὁ σερβιτόρος ἐν ᾦ ὁ πάντα ἀτάραχος Μπὰξ ἔσβηνε τὸ τσιγάρο του στὸ γυάλινο τασάκι τὴν στιγμὴ ἀκριβῶς ποὺ ἀπὸ τὸ ἤχεῖο πίσω του οἱ πρῶτες νότες τῆς Ἐνάτης τοῦ Μποχεμιὰν διαδέχονταν μιὰ ὄχι καὶ πολὺ εὐχάριστη στ’ ἀφτιά του ἄρια ἀπὸ τὴν “Βασίλισσα τῶν Spades” .
Ὅτι ὁ καθηγητὴς Ῥεβιστὶνκτ εἶχε σ’ὅλη τὴν Νομανσλάνδη τὴν φήμη τοῦ δικηγόρου τῶν ἀδικημένων ἦταν κοινὴ γνῶσι ἀκόμη καὶ σὲ ξένους ὅπως ἐγώ. Ἐκεῖνος ὁ κοντόχοντρος συνταγματολόγος μὲ τὸ γκρίζο μουστάκι, τὰ ὁλοστρόγγυλα καὶ βαλμένα σὲ χρυσὸ σκελετὸ ματογυάλια του, τὶς μαῦρες τιράντες καὶ τὸ ἐμπριμέ παπιγιὸν ποὺ μόλις καὶ μετὰ βίας συγκρατοῦσε μιὰ συνεχῶς ἔτοιμη νὰ ξεχειλίσῃ πλαδαρὴ μᾶζα λαιμοῦ ἦταν γιὰ περισσότερες ἀπὸ τρεῖς δεκαετίες ὁ φόβος καὶ ὁ τρόμος ὅλων τῶν ἐπὶ πτυχίῳ φοιτητῶν τῆς Νομικῆς. Ἂν καὶ εἶχαν περάσει περισσότεροι ἀπὸ ἕξι μῆνες ἀπὸ τὸ τελευταῖο του μάθημα μέσα στὸ μεγάλο ἀμφιθέατρο τῆς Σχολῆς, ἕνα μάθημα ποὺ ὅπως μὲ διαβεβαίωνε σὲ κάθε εὐκαιρία ὁ Μπὰξ εἶχε προσελκύσει ὡρισμένα ἀπὸ τὰ πιὸ μεγάλα ὀνόματα τοῦ παγκόσμιου ἀκαδημαϊκοῦ στερεώματος ὅπως τὸν περιώνυμο δόκτορα Τάλαντ Μπλὲντ ποὺ ἐκτὸς ἀπὸ καμμιὰ τριακοσαριὰ τίτλους δημοσιεύσεων μετροῦσε στὸ ἐνεργητικό του καὶ περισσότερα ἀπὸ 4 παγκόσμια πρωταθλήματα σκακιοῦ, ἐν τούτοις δὲν εἶχε πάψει ἀκόμη νὰ διατηρῇ τὸ δικό του γραφεῖο στὸ Πανεπιστήμιο. Ὄχι ἀντικανονικὰ καὶ παράνομα βέβαια, ἦταν κάτι ποὺ ἐπιτρεπόταν σὲ ὅλους τοὺς ὁμότιμους, μόνο ποὺ ἐκεῖνοι εἶχαν παραιτηθῆ ἀπὸ τὸ τελευταῖο τους αὐτὸ δικαίωμα ἀναγνωρίζοντας τὰ τεράστια χωροταξικὰ προβλήματα τοῦ ὑπερτετρακοσιετοῦς ἱδρύματος. Οἱ κακὲς γλῶσσες πάντως δὲν εἶχαν σταματήσει ἀκόμη νὰ ὑπενθυμίζουν στοὺς πιὸ ἀνυποψίαστους ὅτι ἐν ᾧ ἡ συνταξιοδότησι τῶν ἄλλων καθηγητῶν συνωδευόταν ἀπὸ μιὰ ἐυγενικὴ ὑπόμνησι αὐτῶν ἀκριβῶς τῶν προβλημάτων σύμφωνα μὲ μιὰ ἐθιμικὰ πιὰ παγιωμένη πρακτικὴ τῆς κοσμητείας, γιὰ τὸν καθηγητὴ Ῥεβιστὶνκτ τηρήθηκε μιὰ διακριτικὴ σιωπή. “Σίγουρα οἱ σχέσεις τοῦ καθηγητῆ μὲ τὸν πρίγκηπα Ῥῆτζεντ μέτρησαν” εἶπε ὁ Μπὰξ καὶ μοῦ ‘κλεισε μὲ νόημα τὸ μάτι καθὼς ἀνεβαίναμε τὰ σκαλιά. Ὁ ὅροφος μὲ τὰ γραφεῖα τῶν καθηγητῶν ἔμοιαζε περισσότερο μ’ἕναν μακρὺ διάδρομο γεμᾶτο μὲ πόρτες σὲ καθεμιὰ ἀπὸ τὶς πλευρές του. “Καὶ πῶς θὰ βροῦμε τώρα τὸ γραφεῖο τοῦ Ῥεβιστίνκτ;” ῥώτησα λαχανιασμένος ὅταν μὲ τρόμο σχεδὸν διαπίστωσα ὅτι στὶς πόρτες δὲν ὑπῆρχε κανενὸς εἴδους ἀρίθμησι. “Αὐτὸ εἶναι τὸ μόνο εὔκολο” ἀποκρίθηκε ὁ Μπὰξ καὶ χαμογέλασε ἰσιώνοντας τὸ καπέλο του. “Στὸ ἐξωτερικὸ ὑπέρθυρο τοῦ γραφείου του θὰ δῇς ἕνα μεγάλο πορτραῖτο τοῦ Μπασὲν ντὲ Λάντρ”. Ἤθελα νὰ ῥωτήσω πῶς ἦταν δυνατὸν τὸ πορταῖτο νὰ βρίσκεται ἀκόμη στὴν θέσι του, μὰ γρήγορα θυμήθηκα πὼς δὲν βρισκόμουν πιὰ στὴν Ἑλλάδα κι ἔτσι ἀρκέστηκα μόνο νὰ ἐκφράσω τὴν δεύτερη ἀπορία μου: “Γιατί εἰδικὰ τοῦ Κόμητος ντὲ Λὰντρ;”. Ἀλλὰ ἀντὶ γι’ἀπάντησι ὁ Μπὰξ ἄφησε ἕναν σιγανὸ ἀναστεναγμὸ νὰ δραπετεύσῃ ἀπὸ τὰ ξεραμένα του χείλη καὶ μοῦ ‘κανε νόημα νὰ τὸν ἀκολουθήσω στὸ βάθος τοῦ διαδρόμου.
“Ἀλήθεια, Τέν”, εἶπα στὸν Μπὰξ μετὰ ἀπὸ τὸ δεύτερο ποτήρι ουΐσκι, “ποτὲ δὲν μοῦ μίλησες γιὰ τὸ ὄνομά σου”. Ὕστερα ἀπὸ τὴν δολοφονία τοῦ Γιάζντι εἴχαμε κι οἱ δυὸ ἀνάγκη νὰ ξεφεύγουμε ποῦ καὶ ποῦ ἀπὸ τὴν ἀσφυκτικὴ πίεσι τῶν γεγονότων ἀποφεύγοντας συστηματικὰ νὰ μιλήσουμε γι’αὐτὰ καὶ μεταθέτοντας μὲ μιὰ σιωπηρὴ συμφωνία τὸ ἐνδιαφέρον μας σὲ μερικὰ πιὸ ἀνώδυνα -καὶ λίγο πιὸ προσωπικά- ζητήματα. Ἡ εἰκόνα τοῦ Πολωνοῦ ὁδηγοῦ, ὁ ὁποῖος ἐπὶ χρόνια μὲ συνώδευε στὶς πιὸ δύσκολες ἀπὸ τὶς δημοσιογραφικές μου ἀποστολές, νεκροῦ μέσα στὸ τεθωρακισμένο αὐτοκίνητο ποὺ μοῦ εἶχε παραχωρηθῇ ἀπὸ τὰ γραφεῖα τῆς ἐφημερίδος καὶ μὲ μιὰ σφαῖρα φυτεμένη στὸν δεξιό του κρόταφο δἐν ἔλεγε νὰ φύγῃ ἀπὸ τὸ μυαλό μου. “Ὁ πατέρας μου” τραύλισε ὁ Μπὰξ καὶ μιὰ ὑπογάλαζη τολύπη καπνοῦ ποὺ βγῆκε ἀπὸ τὸ στόμα του ἔμεινε νὰ ἑνώνῃ τὴν μεταξύ μας ἀπόστασι σὰν τροχιοδεικτικὸ τῶν μισοσβημένων του λέξεων, “ὁ πατέρας μου εἶχε τὴν ἴδια σκοτεινιὰ στὸ βλέμμα του”. Δὲν χρειάστηκε νὰ μοῦ πῇ περισσότερα. Κατάλαβα ἀμέσως ὅτι μιλοῦσε γιὰ τὴν σλάβικη μελαγχολία τῶν ματιῶν τοῦ Γιάζντι, αὐτὴ ποὺ ἔμελλε νὰ σκεπάσῃ τελικὰ τὸ πρόσωπό του σὰν νεκρικὴ μάσκα. “Τέν” προσπάθησα νὰ τοῦ πῶ, ἀλλὰ ἐκεῖνος μὲ διέκοψε ἀπότομα μ’ἕνα του νεῦμα. Ξανάβαλε ποτὸ ἀφήνοντας τὴν ἀπόστασι ἀνάμεσα στὸν πάτο τοῦ ποτηριοῦ του καὶ στὴν ὑγρὴ ἐπιφάνεια τοῦ περιεχομένου του νὰ μεγαλώσῃ ἐπικίνδυνα. “Ὁ πατέρας μου ἀγαποῦσε πολὺ τὸ θέατρο, Τσέτσνια” εἶπε τελικὰ καὶ τὴν ἑπόμενη στιγμὴ ἡ στάθμη τοῦ ποτηριοῦ του ἔπεσε στὸ μισό. “Λάτρευε νὰ βλέπῃ ξανὰ καὶ ξανὰ ἐπὶ χρόνια τὴν ἴδια παράστασι, κάθε χρόνο μὲ ἄλλους ἠθοποιούς καὶ κάθε φορὰ εὕρισκε κάτι καινούργιο νὰ πῇ”. Σταμάτησε λίγο προσπαθῶντας μάταια νὰ κρύψῃ τὴν συγκίνησί του. Ἴσως νἄθελε ν’ἀποφύγῃ κάποιο σπάσιμο τῆς φωνῆς. ” Θυμᾶμαι πόσο πολὺ ἐνθουσιαζόταν καὶ πῶς μιλοῦσε συνέχεια γι’αὐτό”. “Γιὰ ποιό ἔργο μιλᾷς Τέν;” ῥώτησα χωρὶς νὰ σταματήσω στιγμὴ νὰ κοιτάζω τὴν Μουλὲν ποὺ χαμογελοῦσε μὲ ἐνοχλητικὴ εἰλικρίνεια σὲ κάποιον μελαμψὸ νεαρὸ ἀπὸ τὴν παρέα τοῦ τραπεζιοῦ της. “Γιὰ τὸν Γυάλινο Κόσμο μιλάω Τσέσνια” ἀπάντησε ὁ Μπὰξ καθὼς ἕνας ἄλλος νεαρός ἀπὸ τὸ παραδίπλα τραπέζι -ξανθὸς αὐτός- εἰσέπραττε τὸ ψυχρὸ βλέμμα τῆς ἐντυπωσιακὰ χτενισμένης συνοδοῦ του ὡς ἀντάλλαγμα γιὰ τὶς δικές του κλεφτὲς ματιὲς στὴν Μουλέν. “Τὸ πραγματικό μου ὄνομα εἶναι Τενεσί, Τσέσνια” συνέχιζε ὁ Μπάξ, “ἀπὸ τὸν Τενεσὶ Οὐίλλιαμς”. Ὑπὸ κανονικὲς συνθῆκες ἡ πληροφορία αὐτὴ θὰ εἶχε προκαλέσει ἕνα κῦμα εἰρωνικοῦ γέλωτος ἀπὸ μεριᾶς μου, ὅμως τώρα ὁ μελαμψὸς νέος ἔπιανε τὸ χέρι τῆς Μουλέν κι αὐτὸ ἦταν κάτι ποὺ ἤμουν ἀποφασισμένος νὰ μὴν ἐγκρίνω.